ΔΙΑΘΕΣΕΙΣ

Τρίτη, Μαρτίου 24, 2009

THINKING SHORT 1.2


THREE STORIES FOR THE ORDINARY PEOPLE NEXT DOOR

 

[ 1.2. ] Go To Hell!!!!!

 

Κοίταξε έξω από το παράθυρο του λεωφορείου που ήταν κολλημένο στην κίνηση τα τελευταία 10 λεπτά. Ανάμεσα σε κιτρινισμένες αφίσες λαϊκών τραγουδιστών είδε γραμμένο με κόκκινα έντονα γράμματα, κάτι που τον έκανε να χαμογελάσει: « Η ΔΟΥΛΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΓΚΟΥΛΑΓΚ ΜΕ ΚΛΙΜΑΤΙΣΜΟ ». Έμοιαζε τόσο αστείο, γιατί το δικό του κλιματιστικό είχε χαλάσει εδώ και 2 χρόνια, κάνοντας τα Γκούλαγκ να μοιάζουν με τα headquarters της Google. Αυτό που τον διασκέδαζε όμως πιο πολύ απ’ όλα, ήταν να κρυφακούει τις συζητήσεις των μικροαστών στα πίσω καθίσματα, όταν σιχτίριζαν τις δουλείες τους που τόσο μισούσαν αλλά δεν θα τολμούσαν ποτέ όχι μόνο να αλλάξουν, αλλά ούτε καν να σκαρφιστούν 1000 + 1 τρόπους για να αναγκάσουν τους εργοδότες τους να τους διώξουν. Είχε μάλιστα συμφωνήσει μυστικά με τον εαυτό του, ότι κάθε φορά που θα άκουγε κάποιον να γκρινιάζει για το «Πόσο κόλαση είναι η κατάσταση στο γραφείο & πόσο διαβολική είναι η γυναίκα του αφεντικού του», να σηκώνει τα μανίκια του τόσο, ώστε να φαίνεται το καμένο δέρμα του, και να αποκτούν μια δεύτερη σκέψη για το τι μπορεί να σημαίνει κόλαση.

 Τα βότανα, οι κομπρέσες και οι πετσέτες με τα παγάκια τον ανακούφιζαν πάντα μετά από μια δύσκολη μέρα στην δουλεία. Κάθε κάψιμο όμως, όσο μικρό ή μεγάλο, ήταν γι’ αυτόν μια λύτρωση. Στον χώρο του, ήταν λίγοι αυτοί που δεν τον κοίταξαν στα μάτια εν ώρα εργασίας για να καθρεφτίσουν την λύπη τους. Ακόμη όμως δεν ήταν σίγουρος αν λυπόντουσαν που τον βλέπανε να τσουρουφλίζει τα χέρια του ή αντικατροπτίζανε την δική τους λύπη στα μάτια του. Και ήταν μια λύπη όχι φειδωλής στεναχώριας, αλλά πραγματικής ανάγκης να εκφράσουν ειλικρινή μεταμέλεια.

Κοιτώντας το καμένο δέρμα γύρω από τα δάχτυλα του, θυμήθηκε ότι γυρνώντας θα πρέπει να κάνει μια στάση στο σουπάδικο, να πάρει μια ζεστή ψαρόσουπα. Όλο αυτό το πρόχειρο φαγητό του δημιουργούσε τρομαχτικές καούρες, και μια ζεστή ψαρόσουπα ήταν ακριβώς αυτό που χρειάζεται. Για μια στιγμή, πέρασε από το μυαλό του να περάσει από τον Βασιλόπουλο και να περιποιηθεί τον εαυτό του, μαγειρεύοντας του ένα δείπνο υπερπαραγωγή. Το γεγονός όμως ότι την τελευταία φορά που δοκίμασε να φροντίσει τον εαυτό του, έβαλε τα κλάματα με το που άρχισε το νερό να βράζει , και δεν σταμάτησε μέχρι 3 μέρες μετά που είδε, κουλουριασμένος στο ασπρόμαυρο μωσαϊκό πάτωμα, την τελευταία σταγόνα νερού να εξατμίζεται στην ατμόσφαιρα, έκανε την ψαρόσουπα από τον σουπάδικο να μοιάζει σαφώς μια θαυμάσια ιδέα.

 Φτάνοντας στο γραφείο, ένιωσε ένα κόμπο να του στύβει το στομάχι και να του πιέζει το στήθος. 12 χρόνια στην ίδια δουλεία αλλά η δεύτερη μέρα δεν ήρθε ποτέ, παρέμεινε πάντα εκεί, στην πρώτη μέρα που του δώσανε ένα ζευγάρι μαύρα πλαστικά γάντια μέχρι τον αγκώνα, μια ποδιά και ένα ζευγάρι λαστιχένια παπούτσια με μια κόκκινη ρίγα. Ο φύλακας τον χαιρέτισε ευγενικά καθώς έμπαινε. Αφού ετοιμάστηκε κάθισε μπροστά σ’ αυτό που αποκαλούσε γραφείο, το οποίο άχνιζε σαν να μην υπάρχει αύριο. Πρίν ξεκινήσει ήθελε πάντα να τσεκάρει το εμπόρευμα του. Του την έσπαγε αφόρητα να του παραδίδουν ευπαθές εμπόρευμα που του έμενε στα χέρια πριν προλάβει καν να το δοκιμάσει. Έχωσε το χέρι του μέσα στο καζάνι, και με το πλαστικό μαύρο γάντι του άρπαξε από τα μαλλιά έναν τραπεζίτη, που έμοιαζε με αστακό ατλαντικού από το βράσιμο. Ο προϊστάμενος, σούφρωσε το μέτωπο του κάνοντας τα κέρατα του να μοιάζουν με κεραίες κινητής τηλεφωνίας και κουνώντας νευρικά την τρίαινα του, τσίμπησε τον Τραπεζίτη στο μπούτι φωνάζοντας γελώντας: « Δεν τρώγεται με τίποτα ο πούστης! Πετάξτε τον στον λάκκο με τους δικηγόρους να μαλακώσει λίγο…». Έπειτα γύρισε την πλάτη του, κρέμασε την ουρά του στο αριστερό του χέρι για να μην σέρνεται στο πάτωμα και κατευθύνθηκε στο δωμάτιο με τους παιδεραστές. Το ξανασκέφτηκε. Χορτόσουπα καλύτερα.