ΔΙΑΘΕΣΕΙΣ

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 23, 2009

THINKING SHORT

THREE STORIES FOR THE ORDINARY PEOPLE NEXT DOOR

[ 1.1. ] Go Down Sunshine


Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει.  Πέταξε μια αναβράζουσα ασπιρίνη στο ποτήρι και τα άφησε κάτω από την βρύση μέχρι να ξεχειλίσει. Κατάπιε τόσο βιαστικά που τα κομματάκια που δεν πρόλαβαν να λιώσουν θα τον συνόδευαν γρατζουνώντας του τον λαιμό όλη την υπόλοιπη ημέρα. Μπροστά του ακόμη ένα ταξίδι, αλλά τα πόδια του με το ζόρι θα τον πήγαιναν μέχρι την επόμενη γωνία. Κάποτε δεν χόρταινε να αλλάζει 2 ηπείρους μέσα σε 24 ώρες. Τώρα, η σκέψη και μόνο για το επόμενο ταξίδι τον κάνει να αισθάνεται άρρωστος μια εβδομάδα πριν. Είναι ζήτημα να είχε κλείσει τα μάτια του για πάνω από 5 λεπτά τις τελευταίες τρεις ημέρες. Πόσο αλήθεια του είχε λείψει να κοιμάται μέχρι το μεσημέρι και να ξαπλώνει άσκοπα μέχρι να πονέσει το κορμί του από την βαρεμάρα και την ακινησία.

Τα βλέφαρα του άρχισαν να βαραίνουν. «Πρέπει να μείνω ξύπνιος» μονολόγησε και έσφιξε τα δόντια του κλείνοντας στην αρχή δυνατά και έπειτα ανοιγοκλείνοντας παρατεταμένα τα μάτια του που γυάλιζαν υγρά και κόκκινα. «Πρέπει να μείνω ξύπνιος», ξαναείπε λιγότερο πειστικά, και έτριψε δυνατά το κεφάλι του περνώντας τα δάχτυλα του μέσα από τα μαλλιά του καταλήγοντας να τραβά την φράντζα του προς τα κάτω. «Πρέπει…», και απογοητευμένος από τα πρέπει και τα καθωσπρέπει άφησε τα δάχτυλα του να κάνουν τσουλήθρα πάνω σε ένα δάκρυ που ξέφυγε από το μάτι του, που ως τότε συγκρατούσε ανοιχτά με τον αντίχειρα του.

Όλα τώρα ήταν όπως πρέπει. Η αναπνοή του άρχισε να γίνεται βαριά και βαθιά. Ο λάρυγγας του άρχισε να χαλαρώνει και ή ένταση να απομακρύνεται από το πρόσωπο του. Του μύρισαν μπισκότα και γάλα. Του μύρισε ο μπαμπάς του και χαρτί από Κυριακάτικες εφημερίδες, καθαρά άσπρα μακό και φρεσκοσιδερωμένα πουκάμισα. Ένοιωσε τον Βοριά να του καίει τα ρουθούνια, τα πνευμόνια του να παγώνουν και στην εκπνοή του, την νικοτίνη να πικρίζει αφήνοντας μόνο καθαρό οξυγόνο. Χαμογελούσε.

Η πρώτη σύγκρουση ήταν σφοδρή. Για χιλιοστά του δευτερολέπτου και μόνο για χιλιοστά, έμοιαζε να ταράζεται. Έπειτα άνοιξε τα χέρια του διάπλατα και τους δέχτηκε όλους έναν προς έναν στην αγκαλιά του, όσους τουλάχιστο βρίσκονταν στην πορεία του. Και μετά σκοτάδι. Σκοτάδι και Κρύο. Τα δόντια του φωσφόριζαν καθώς χαμογελούσε και τα χνώτα του σχημάτιζαν ιπτάμενους δράκους, νευρικά ηφαίστεια και ανορεξικές γοργόνες, κάθε φορά που ανέπνεε.

Τα ραδιόφωνα σταμάτησαν το πρόγραμμα τους. Κανείς δεν μπορούσε να δώσει μια λογική εξήγηση, μόνο έπαιζε το ίδιο επαναλαμβανόμενο μοτίβο, ξανά και ξανά: 

« Αγαπητοί ακροατές, από τις 07.15 π.μ. ο Ήλιος αγνοείτε….Για ότι νεότερο θα διακόψουμε το πρόγραμμα μας για σας ενημερώσουμε ……..»