ΔΙΑΘΕΣΕΙΣ

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 08, 2006

ΠΕΡΙ ΜΟΝΑΞΙΑΣ


Αργά τη νύχτα, όταν οι αναπνοές ησυχάζουν, μια παράξενη γιορτή ξεκινά στα σκοτεινά σοκάκια της πόλης. Είναι η στιγμή που οι μοναξιές των ανθρώπων συναντιούνται για να μην είναι μόνες. Ο μύθος λέει πως η μοναξιά δεν είναι τίποτε άλλο από ένα φάντασμα που μας στοιχειώνει, μέχρι να βρει το ταίρι του. Είναι αυτό που στην πραγματικότητα φέρνει τους ανθρώπους κοντά, η σύζευξη των μοναξιών τους, που φιλιούνται ένοχα σ’ ένα υγρό και σκοτεινό δρομάκι.
Μόλις βραδιάσει και οι άνθρωποι ξαπλώσουν, και μόλις λίγο πριν κλείσουν τα μάτια τους, οι μοναξιές ξυπνάνε. Κρατάνε για λίγο το χέρι του κυρίου τους, όσο σφιχτά χρειάζεται για να κάνουν αισθητή την παρουσία τους και συγχρόνως τόσο διακριτικά ώστε να μην διασταυρωθούν τα βλέμματα τους. Δεν είναι λίγες οι φορές που κάποια μοναξιά έσφιξε λίγο παραπάνω το χέρι του κυρίου της, και με μια βεβιασμένη κίνηση, τον έκανε να την κοιτάξει στα μάτια. Γι’ αυτό και οι μοναξιές έχουν πάντα το κεφάλι τους σκυμμένο. Γιατί όταν διασταυρώσουν τις ματιές τους με κάποιον άνθρωπο, το βλέμμα του ανθρώπου αδειάζει, γίνεται καθρέφτης, και καθώς καθρεφτίζονται στα μάτια του, βλέπουν πόσο μόνες είναι και πεθαίνουν.
Υπάρχει ένας παππούλης σ’ ένα βουνό της Κρήτης που άμα του πάς ένα μπουκάλι ρακί, θα σου πει μια ιστορία. Η αλήθεια είναι πως είναι μια μπερδεμένη ιστορία, που κανείς δεν θα επιβεβαιώσει. Άμα τον ρωτήσεις όμως θα σου πει πως όσο πιο μόνος νοιώθεις, τόσο πιο αληθινή είναι η ιστορία του. Έπειτα σου δείχνει γύρω του το σκοτεινό του καλύβι, που φωτίζεται από άδεια μπουκάλια ρακί όταν ο ήλιος αντανακλά πάνω τους. Και αφού σου βάλει να πιεις σου ψιθυρίζει: « Όσο πιο μεγάλη η μοναξιά σου, τόσο πιο αληθινή η ιστορία. Κοίτα γύρω σου. Βλέπεις τίποτα λιγότερο από αλήθεια?» Και καθώς βγάζεις τα χέρια σου από τις τσέπες για να πιεις μια γουλιά ρακί, ο παππούλης παίρνει μια βαθιά ανάσα και ξεκινά να σου διηγείται μια ιστορία που θα σε κάνει να νοιώσεις πως ποτέ πια δεν θα είσαι μόνος, γιατί πάντα θα έχεις τη μοναξιά σου να σε συντροφεύει.....

«Τα παλιά τα χρόνια, όταν η γη και ο ουρανός ήταν ακόμη εραστές, σ’ ένα χωριό δίπλα στη θάλασσα, όχι πολύ μακριά από εδώ που βρισκόμαστε τώρα, ζούσε ο Έρωτας. Είχε πρόσωπο γλυκό, τόσο γαλήνιο που όταν κοιτούσε για ώρες ολόκληρες την θάλασσα εκείνη ηρεμούσε, και ξεχνούσε τον έρωτα της για τους ναυτικούς και την συνήθεια της να τους κρατά κοντά της. Είχε ξανθά μακριά μαλλιά και λευκό δέρμα, το λευκό που όταν το φεγγάρι γέμιζε, αν συναντιόσουν τυχαία μαζί του σε κάποιο μονοπάτι και τον κοιτούσες στα μάτια, πραγματικά δεν ήξερες αν το φεγγάρι καθρεφτιζόταν στα μάτια του ή τα μάτια του στο φεγγάρι. Κανείς δεν ήξερε πραγματικά από που ήρθε στο χωριό τους, ούτε γιατί περιδιάβαινε το βράδυ τα πλακόστρωτα σοκάκια μόνος του, ούτε καν γιατί στην πλάτη του κουβαλούσε ένα ζευγάρι κάτασπρα φτερά. Όταν τον συναντούσαν στο δρόμο όλοι χαμηλώνανε τα μάτια και περνούσαν δίπλα του βιαστικά, κρατώντας την αναπνοή τους μέχρι να στρίψουν στην επόμενη γωνία. Οι πιο τολμηροί ψέλλιζαν που και που καμιά καλησπέρα μέσα από τα δόντια τους ευχόμενοι να μην τους ακούσει. Εκείνος όμως πάντα απαντούσε μ’ ένα μακρύ χαμόγελο, γιατί πάντα άκουγε, ακόμη και αυτούς που δεν μιλούσαν και περνούσαν δίπλα του με σκυφτό το κεφάλι. Κυρίως αυτούς. Και όταν οι ξύλινες πόρτες των σπιτιών κλείνανε βαριές, όλοι είχανε να πουν μια ιστορία για τον παράξενο επισκέπτη, που τα βήματα του ακούγονταν τις ήσυχες βραδιές να γεμίζουν τον αέρα που κλείνανε έξω από τα σπίτια τους. Πολλοί λέγανε πως ήταν δαίμονας του νερού, που κάποιο κύμα τον ξέβρασε στην ακτή και περίμενε να γεμίσουν 20 φεγγάρια για να τον πάρει η παλίρροια πίσω στο σκοτεινό βυθό του. Άλλοι πως ήταν άνθρωπος βαθιά τιμωρημένος. Πως τους θεούς του χλεύασε και αυτοί για τιμωρία του πήραν την λαλιά και την κρύψανε μέσα σ’ ένα πηγάδι. Γι’ αυτό γυρνάει της νύχτες, γυρεύοντας να ακούσει τον εαυτό του. Όλοι όμως, ακόμη και αν κάνεις τους δεν το παραδεχόταν όταν τελείωναν τις ιστορίες τους, περίμεναν με λαχτάρα πότε θα τον συναντήσουν στο δρόμο. Πότε θα σκύψουν το κεφάλι και θα περάσουν δίπλα του, πότε θα ψελλίσουν μια καλησπέρα μέσα από τα δόντια τους, ελπίζοντας να μην τους ακούσει. Γιατί όταν τον βλέπανε, ένιωθαν τις πιο γαλάζιες μοναξιές τους να χάνονται στη νύχτα, να τις κρύβει καλά το σκοτάδι μέχρι το πρώτο φως της μέρας να χαϊδέψει τα μαλλιά τους, θυμίζοντας τους ότι δεν είναι μόνοι. Και θελαν όλοι να του πουν ευχαριστώ, να τον αγκαλιάσουν σφιχτά και να τον πλύνουν με τα δάκρυα τους, να τον κοιτάξουν στα μάτια και να του πουν μια καλησπέρα δυνατά, να είναι σίγουροι ότι τους άκουσε. Μα συνέχιζαν με σκυμμένο το κεφάλι, κρατώντας την αναπνοή τους μέχρι να στρίψουν στη πρώτη γωνία που βρίσκανε. Ακουμπούσαν την πλάτη τους στο τοίχο, βάζανε τα χέρια τους στο στήθος και έσφιγγαν τις γροθιές τους. Και όταν ανοίγανε τα μάτια, άφηναν τον αέρα να βγει από μέσα τους, κοιτούσανε ψηλά στον ουρανό και ψιθύριζαν να’ σαι πάντα καλά, και ευχόντουσαν η αναπνοή που βγήκε από μέσα τους, να ταξιδέψει τις ευχές τους δυο σοκάκια μακριά, να ακολουθήσει τα βήματα που ακούγανε τις νύχτες να στοιχειώνουν τον αέρα. Και τότε εκείνος απλά κουνούσε το κεφάλι του και συνέχιζε να χαμογελάει ικανοποιημένος.
Τις βραδιές που έβρεχε, του άρεζε να απλώνει τα φτερά του. Τα άνοιγε διάπλατα και νόμιζες πως θα μπορούσε να χωρέσει μέσα τους αυτόν τον κόσμο και άλλον τόσο. Έκανε δυο μαλακές κινήσεις πάνω κάτω και έφευγε μακριά, πάνω από την θάλασσα, πέρα απ’ τις καμινάδες των σπιτιών, ως τον ορίζοντα και ακόμη παραπέρα. Έκλεινε τα μάτια του και άφηνε τον αέρα να τον ταξιδεύει και την βροχή να τον ξεπλένει από τις μοναξιές των ανθρώπων. Μιλούσε στο φεγγάρι του, και στον αυγερινό του, χαμογελούσε στ’ άστρα του, και έπειτα καθότανε δίπλα στη θάλασσα και την κοιτούσε με τις ώρες. Οι βροχές του Σεπτέμβρη τον έκαναν να ταξιδεύει πιο συχνά. Ώσπου μια νύχτα το ταξίδι του έγινε προορισμός και η συνήθεια του ανάγκη. Καθώς πετούσε καβάλα στο φεγγαρόφωτο και γλιστρούσε στο σκοτάδι, τα μάτια του τρεμόπαιξαν στην αντανάκλαση μια κατάλευκης λίμνης. Χτύπησε δύο φορές τα μεγάλα του φτερά, και βρέθηκε στην όχθη της να κοιτά την βροχή που χάιδευε απαλά την επιφάνεια της. Το λευκό, κατάλευκο άγγιγμα της τον έκανε να χαμογελάσει, καθώς ξέπλυνε με λίγο νερό το πρόσωπο του. Δεν ήταν όμως το λευκό που τον έκανε να κρατήσει την ανάσα του, όπως οι άνθρωποι του στα στενά σοκάκια. Τα μαύρα μακριά μαλλιά της έμοιαζαν να μαστιγώνουν τα νερά κάθε φορά που βουτούσε το κεφάλι της μέσα τους για να ξεπλυθεί. Το δέρμα της γινόταν ένα με το νερό στην κάθε της κίνηση, ελευθερώνοντας τα κατάμαυρα μάτια της από την φυλακή του προσώπου της, και ελεύθερα πια, να αιχμαλωτίζουν τους ταξιδιώτες τους ίδιους, αδιαφορώντας για τα βλέμματα τους. Κάθισε εκεί αμίλητος μέχρι να νιώσει σίγουρος ότι καμία λευκή σταγόνα δεν στιγμάτιζε άλλο τα μαύρα της μαλλιά. Της χαμογέλασε. Δεν ήταν σίγουρος αν όντως είδε το χαμόγελο της πριν ή μετά νιώσει το βρεγμένο χέρι της μέσα στο δικό του, αλλά η σειρά των πραγμάτων χάνει τη σημασία τους μπροστά στα ίδια τα πράγματα. «Πάμε μια βόλτα», του ψιθύρισε. Συνέχισε να του κρατά το χέρι καθώς τον οδηγούσε μέσα στο δάσος, κάπου μακριά, εκεί που η νύχτα ξεκουράζεται στην αγκαλιά της μέρας, εκεί που μπορούσαν να είναι μόνοι. Τον κοίταξε στα μάτια γεμάτη σιγουριά. Εκείνος πίεζε τον εαυτό του να κρατήσει τα δικά του ανοιχτά. Ούτε το φυσιολογικό τρεμόπαιγμα των βλεφάρων δεν ήταν διατεθειμένος να επιτρέψει στον εαυτό του, με τον φόβο μήπως στο άνοιγμα τους μείνει μόνος, και αυτό τον έκανε να κρατά το χέρι της όλο και πιο σφιχτά.

  • Γιατί σ’ αρέσει η βροχή? τον ρώτησε.

  • Γιατί έχω ανάγκη από το χάδι της, την αγκαλιά της.

  • Τώρα πια έχεις εμένα.....

Και όντως την είχε πια ανάγκη. Να τον ξεπλένει από τις μοναξιές των ανθρώπων που βάραιναν τα φτερά του. Να τον αδειάζει από τους θεούς του, που τον είχαν προικίσει μ’ αυτό το χάρισμα: Να τρέφεται από τις μοναξιές των ανθρώπων, μέχρι οι καρδιές τους να ανθίσουν από έρωτα. Και όταν τα φτερά του γίνονταν ασήκωτα, να ξεχύνεται στη βροχή και να αφήνεται στο χάδι της, μέχρι να ξεπλύνει τις μοναξιές των ανθρώπων του και να τις σκορπίσει σαν αστρόσκονη σ’ αυτούς που τις είχαν πραγματικά ανάγκη.

Και είπαν τόσα πολλά, χωρίς να μιλάνε, που η σιωπή είχε αρχίσει να τους πονά τ’ αυτιά, και τα στόματα τους να κουράζονται, αλλά κανείς απ’ τους δύο δεν ήθελε να σταματήσει. Του είπε για την λίμνη της, για τους θεούς της, που την ανάγκαζαν να πλένει κάθε βράδυ εκεί, την βρώμικη ψυχή της, μέχρι να φύγουν από μέσα της όλες οι τύψεις και οι ενοχές που τις φόρτωναν οι άνθρωποί της όταν τους συναντούσε τυχαία στα πλακόστρωτα σοκάκια. Για τις ανάσες που στοίχειωναν τα βήματα της κάθε φορά που συναντούσε τα σκυμμένα βλέμματα τους και άκουγε την ανακούφιση τους ή μια πνιγμένη καλησπέρα που πάλευε μέσα στα δόντια τους.
Της είπε για τα μάτια της. Το πόσο λάτρευε να κάνει σβούρες στους μαύρους κύκλους της ίριδας της, μέχρι να ζαλιστεί, και τα χείλια τους να ακουμπήσουν, να της δανείζει λίγο απ’ την ανάσα του. Και άλλα πολλά και ανείπωτα, μέχρι να τους πάρει ο ύπνος αγκαλιά. Και όταν η νύχτα σταματούσε να τους χαζεύει υποταγμένη στην ομορφιά της ύπαρξης τους, και θυμόταν πόσο άργησε να ξαπλώσει και αυτή με την σειρά της στην αγκαλιά της μέρας, τους τραβούσε τα χέρια μαλακά, λέγοντας τους πως ήρθε η ώρα. Και όσο πιο σφιχτά κρατούσαν τα χέρια τους, τόσο πιο μεγάλες γίνονταν οι νύχτες. Και καθώς οι νύχτες μεγάλωναν, δυνάμωναν και οι βροχές τους. Και τα βήματα του σπάνια πια διασταυρώνονταν με τις αναπνοές των ανθρώπων του, που χάνανε τον δρόμο τους στα σκοτεινά δρομάκια και γυρνούσαν πίσω να βρουν τον κύριο τους. Και οι μοναξιές θεριεύανε και σήκωναν κεφάλι. Και κοιτώντας μέσα στα μάτια των κύρίων τους, καθρεφτιζόντουσαν, βλέπανε πόσο μόνες ήταν και πέθαιναν. Και έτσι, οι άνθρωποι έμεναν μόνοι, χωρίς οι μοναξιές τους να τους κρατάν το χέρι όταν αυτοί κοιμούνταν. Και αυτό τους έκανε πραγματικά μοναξιασμένους.
Και ένα βράδυ, καθώς περιδιάβαινε τα σοκάκια της πόλης, οι άνθρωποί του, αυτοί που στοίχειωναν τα βήματα του με τις ανάσες τους, που του μιλούσαν με τις σιωπές τους και κρατούσαν την αναπνοή τους στο πέρασμα του, τον αγκάλιασαν. Κάποιοι τον κράτησαν από τα πόδια, άλλοι αγκάλιασαν τα χέρια του με όλη τους τη δύναμη και άλλοι τα ξανθά μαλλιά του. Μα ήταν λίγοι οι πιο τολμηροί, οι ίδιοι που ξεφυσούσαν μια ξεψυχισμένη καλησπέρα ελπίζοντας να μην τους ακούσει, που τον κοίταξαν στα μάτια καθώς του έκοβαν τα φτερά. Και ήταν σίγουροι πια, πως οι βροχερές του μέρες έβγαλαν ήλιο.
Μα ο ήλιος του έκαιγε τα σωθικά. Και δεν ήταν οι μοναξιές των ανθρώπων που τον τραβήξανε βαθιά στον πάτο της θάλασσας, άλλα το βάρος της δικιάς του μοναξιάς μακριά από το μόνο πράγμα που αγάπησε πέρα από τους ανθρώπους του. Και όταν από την λύπη του έπεσε στη αγκαλιά της θάλασσας, δεν την κοίταξε, δεν την έκανε να ηρεμήσει και να ξεχάσει την συνήθεια της να ερωτεύεται τους ναυτικούς και να τους κρατά κοντά της. Παρά μόνο έκλεισε τα μάτια του και άφησε να τον ερωτευτεί και να τον κρατήσει για πάντα.

Το κλάμα της έσβησε τα βήματα του, οι κραυγές της έκαναν τους ανθρώπους να κλειδώνουν δυο φορές τις βαριές πόρτες πίσω τους. Η θάλασσα φουρτουνιασμένη γέμιζε το κορμί της με εραστές. Η λίμνη της πήρε το χρώμα το μαλλιών της και όσο και αν έπλενε την ψυχή της κάθε βράδυ, το λευκό κατάλευκο της χρώμα είχε χαθεί για πάντα στον πάτο της θάλασσας. Και κάθε βράδυ παρακαλούσε τ’ άστρα του και τον αυγερινό του, να τον φέρουν πάλι κοντά της. Και οι θεοί του, μην μπορώντας να βλέπουν τον ουρανό να σπαράζει κάθε φορά που φώναζε το όνομα του, αποφάσισαν.

Αργά τη νύχτα λοιπόν, όταν οι αναπνοές ησυχάζουν, μια παράξενη γιορτή ξεκινά στα σκοτεινά σοκάκια της πόλης. Είναι η στιγμή που οι μοναξιές των ανθρώπων συναντιούνται για να μην είναι μόνες. Μόλις βραδιάσει και οι άνθρωποι ξαπλώσουν, και μόλις λίγο πριν κλείσουν τα μάτια τους, οι μοναξιές ξυπνάνε.
Ο μύθος λέει, πως κάθε φορά που οι μοναξιές συναντιούνται τις βροχερές νύχτες του Σεπτεμβρίου, η θάλασσα γαληνεύει και αφήνει τον Έρωτα να καβαλήσει το φεγγαρόφωτο και να ταξιδέψει μέχρι την λίμνη. Είναι τότε που οι άνθρωποι έρχονται πιο κοντά, που ερωτεύονται, που η μοναξιές τους επιλέγουν να είναι μαζί για να μην είναι μόνες. Και τότε οι νύχτες γίνονται μεγαλύτερες, μέχρι το φεγγάρι να τους τραβήξει μαλακά τα χέρια και να τους πει πως ήρθε η ώρα ».

Ο παππούλης πίνει την τελευταία του γουλιά ρακί και σε κοιτάει στα μάτια. « Να μην φοβάσαι λοιπόν την μοναξιά, ποτέ σου δεν θα είσαι πια μόνος. Μόνο μερικές νύχτες, που πετάγεσαι στον ύπνο σου, κοιτάζεις έξω την βροχή, και νοιώθεις μόνος χωρίς την μοναξιά σου. Αλλά είναι τότε που μόλις η νύχτα τραβήξει μαλακά τα δάχτυλα τους και τους πει πως ήρθε η ώρα, η μοναξιά σου θα έχει ήδη βρει το ταίρι της, και εσύ μπορείς να κοιμηθείς χαμογελώντας, σίγουρος πως κάποιος θα σου κρατά το χέρι τις νύχτες που έρχονται».

Και καθώς βγαίνεις από το καλυβάκι η νύχτα απλώνεται από ώρα γύρω σου. Μα τα μάτια σου τρεμοπαίζουν στην αντανάκλαση μια λευκής, κατάλευκης λίμνης, όχι πολύ μακριά από εκεί που στέκεσαι. Και τότε ξέρεις ότι ποτέ δεν πρόκειται ξανά να αισθανθείς μόνος, γιατί θα έχεις πάντα τη μοναξιά σου να σε συντροφεύει.

Υ.Γ. Ευχαριστώ την καλή μου φίλη Pho για την υπέροχη φωτογραφία από το καλοκαίρι του 2004. Πρέπει να ήταν μια από αυτές τις μέρες που ο Έρωτας κοιτούσε την Θάλασσα....

7 Comments:

  • great story Z.

    By Blogger Corto Maltese, at 9:48 μ.μ.  

  • Thanks C. Are you gettin ready or wha?

    By Blogger Ziggy, at 9:48 μ.μ.  

  • Ziggy, χαλάλι σου τα κρυφά δάκρυα και τα ρίγη όσο διάβαζα το post σου...

    Πανέμορφο, και τέτοιες ιστορίες είναι αληθινές μόνο και μόνο γιατί θέλουμε να τις πιστέψουμε.

    Η αρχή και το τέλος πάντως αντηχούν Neil Gaiman... έχεις διαβάσει ποτέ;

    By Blogger Idάκι, at 9:52 μ.μ.  

  • ID mou, den iha pote skopo na se kanw na klapseis. Elpizw mono na min se petiha stin douleia kai etrehes me tis maskares.

    Den kserw ton Gaiman. Theleis na mas peis parapanw giafton?

    By Blogger Ziggy, at 9:57 μ.μ.  

  • Φυσικά και με πέτυχες στη δουλειά, αλλά η μάσκαρα είναι αδιάβροχη :P Είπα κρυφά - αλλά ήθελα, ήταν όμορφη ιστορία!

    Όχι δεν κλαίω με το παραμικρό...

    Ο Gaiman είναι ένας Dream King... μπορείς να βρεις το blog του εδώ.

    By Blogger Idάκι, at 3:32 μ.μ.  

  • Ο Georges Moustaki το έχει τραγουδήσει πολλά χρόνια πριν:

    "Non, je ne suis jamais seul dans ma solitude"

    Και, σε διαβεβαιώ, είναι απόλυτα αληθινό!

    Εύγε για το post, εξαίρετο!

    By Blogger NinaC, at 3:09 μ.μ.  

  • Ρητορική ερώτηση:
    Πώς σου έρχονται αυτές οι ιστορίες;
    Περιμένουμε με υπομονή το επόμενο κείμενο...

    By Blogger Παράξενος, at 4:12 π.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

<< Home