ΔΙΑΘΕΣΕΙΣ

Σάββατο, Δεκεμβρίου 17, 2005

SPHINX WITHOUT SECRETS


     Από τότε που αποφάσισα να είμαι διανοούμενος, βρήκα μια καλή δικαιολογία για να σταματήσω να κάνω δουλείες στο σπίτι. Ένας άνθρωπος του πνεύματος  δεν θα μπορούσε ποτέ να ασχολείται με πράγματα πεζά όπως: Το πλύσιμο των πιάτων, το κατέβασμα των σκουπιδιών και τις λοιπές χειρονακτικές εργασίες, που ταλαιπωρούσαν τα τρυφερά μου χέρια. Παλιότερα είχα εφεύρει μια άλλη μέθοδο υπεκφυγής των αρμοδιοτήτων, βασισμένος στο Conditional Learning του Pavlov. Με λίγα λόγια μάθαινα σταδιακά στους άλλους να μη μου αναθέτουν δουλειές διότι α) είτε ο χρόνος που θα κατανάλωνα μέχρι να ξεκινήσω την διαδικασία θα ξεπερνούσε πολλάκις αυτόν της υπομονής τους είτε β) το αποτέλεσμα της συνεργασίας μας θα απέβαινε ζημιογόνο για την άλλη πλευρά. Έτσι αντί να χρειαζόμαστε μια δωδεκάδα πιάτα κάθε φορά που η μάνα μου είχε τη φαεινή ιδέα ότι έπρεπε να σκληραγωγηθώ γιατί «πρέπει να μάθεις να βοηθάς τη γυναίκα σου με τις δουλειές του σπιτιού και να μη γίνεις φλώρος σαν τον πατέρα σου που μία δουλειά δεν μπορεί να κάνει σωστά, όλα από το χέρι μου πρέπει να περνάνε», είχαν αρχίσει όλοι να αποκτούν δεύτερες σκέψεις προτού μου αναθέσουν κάτι. Με το πέρας του χρόνου ακόμη και αυτές οι δεύτερες σκέψεις μετατράπηκαν σε ολική παραίτηση από την ιδέα να μου αναθέσουν κάποια αποστολή.
     Κρίθηκε όμως επιτακτική η ανάγκη να κάνω τις κατάλληλες εκείνες ενέργειες που θα με καθιστούσαν όχι απλά ένα ακόμη μέλος αυτής της οικογένειας, άλλα ένα πνευματικό παύλα λόγιο παύλα διανοούμενο και πάνω απ’όλα αν όχι ανώτερο τουλάχιστο ισάξιο μέλος, έναν grandee τούτης της Familia. Στην προσπάθεια μου αυτή, αφού περιπλανήθηκα στους δρόμους των μοντέρνων συγγραφέων, επιστράτευσα τη δοκιμασμένη και πάντα εγγυημένη λύση των κλασσικών. Άλλωστε ποιος λόγιος που σέβεται τον εαυτό του θα μπορούσε ποτέ να σταθεί σε μια εκπομπή λόγου και τέχνης χωρίς να γνωρίζει τουλάχιστο 3 quotes του Oscar Wilde? Έτσι προτού πάω στη Βίκυ Φλέσσα και με ρωτήσει, ποία είναι η φράση που με συγκλόνισε σ’αυτή τη χρόνια αναζήτηση διανόησης και πνευματικότητας, έπρεπε να έχω διαλέξει ήδη μία πού όχι μόνο να γνωρίζω πώς να την αρθρώσω (αρχικά σε άπταιστη Αγγλική και μετέπειτα εις την Ελληνική) άλλα να είμαι σε θέση και να την αναλύσω σε βαθμό που ο καθένας από τους τηλεθεατές θα μπορούσε να ταυτίσει την ταπεινή ζωή του με την λαμπρή αφεντιά μου. Έτσι η αγαπημένη μου ατάκα (αυτή που ταιριάζει καλύτερα με το ροζ polo μπλουζάκι μου) δεν είναι άλλη από το σύντομο μεν, ευστοχότατο δε definition του Oscar Wilde για τις γυναίκες, που δεν είναι άλλο από το γνωστό “SPHINX WITHOUT SECRETS”. ( η αλήθεια είναι ότι αμφιταλαντευόμουν ανάμεσα σ’αυτό και μια ατάκα που άκουσα από την Miss Πελοπόννησος που ήλπιζε ότι θα συνωμοτήσει όλο το τοπικό σύμπαν των καλτσο-βιομηχάνων Αχαίας για να κερδίσει αυτό που ήθελε πάρα πολύ. Άλλα η δικιά μου ατάκα και πιο σπάνια είναι, και πιο πολύ βάθος έχει και είναι και στα Αγγλικά, πράγμα που την κάνει και πιο Chic.
     Βέβαια, για να φτάσεις στο σημείο να έχεις το δικαίωμα να λες μια ατάκα κάποιου άλλου δημόσια, και να την κάνεις να ακούγεται καλύτερα από αυτόν που την είπε πρώτος, πρέπει πρώτα να πεις μια δικιά σου, που θα ακούγεται τόσο δυνατά ώστε να σε προσέξουν όλοι (το να βγεις στην ταράτσα και να φωνάξεις «είμαι μαλάκαααας» δεν μετράει). Έτσι αποφάσισα να διατυπώσω την θεωρία του μικροτσούτσουνου, που με έκανε γνωστό στους κοσμικούς κύκλους και με οδήγησε στα πλατό της ΝΕΤ, μπροστά σ’ένα γυάλινο τραπέζι γεμάτο γράμματα, να κοιτάζω στα μάτια το πιο υγρό μου όνειρο, τη Βίκυ Φλέσσα.

  • Βίκυ Φλέσσα: Καλώς ήρθατε στα «Άκρα». Σήμερα έχω την χαρά να φιλοξενώ στο στούντιο μια αμφιλεγόμενη Persona, τον κύριο Ziggy Stardust. Κύριε Stardust, καλώς ήρθατε.

  • Ziggy: Δεν υπάρχει πιο μεγάλη χαρά για ένα θαυμαστή, να συνομιλεί από κοντά με το είδωλο του. Μόνο που θα σας παρακαλούσα να μου μιλάτε στον ενικό. Άλλωστε είμαστε σχεδόν συνομήλικοι.

  • Β.Φ.: (χαμόγελο κολακείας) Θα σας μαλώσω Ziggy, γιατί με τα κομπλιμέντα σας θα χάσω τον ειρμό της σκέψης μου και ακόμη δεν αρχίσαμε! Τι να σκέφτονται άραγε οι τηλεθεατές, αν χάνω τα λόγια μου από τώρα?

  • Ziggy: Ά, μην ανησυχείτε, μόνο εγώ σας βλέπω και μια που είμαι εδώ απόψε υπόσχομαι να μην σας παρεξηγήσω.

  • Β.Φ. (που μάλλον δεν κατάλαβε καλά αρκείτε στο να χαμογελάσει και να βήξει ψεύτικα για να προσδώσει στην αρχή της κουβέντας την πρέπουσα σοβαρότητα) Λοιπόν αγαπητέ μου Ziggy, βρίσκεστε εδώ με αφορμή την θεωρία σας περί δυσαρμονίας του ανδρικού φαλλού με την αιώνια ύλη, την αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι, το ανεπαίσθητο εγώ, αυτό που ονομάζει ο Πλάτων ψυχή. Αλήθεια Ziggy, πού πάει η ψυχή μας? Πού πάει ο έρωτας όταν χαθεί? Τα χιόνια όταν λιώνουν? Η αναπνοή όταν φεύγει από το σώμα? Έχουν άραγε όλα αυτά τον ίδιο προορισμό? Υπάρχει κάπου ένα δωμάτιο οπού θα βρούμε τον έρωτα να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα πάνω στο χιόνι, δύο ψυχές να αναπνέουν βαριά? Τι είναι ο θάνατος? Φοβάσαι, αλήθεια? Μήπως............

Ο ήχος άρχισε σταδιακά να κάνει fade out αφήνοντάς μόνο τις νευρικές κινήσεις των χεριών της Βίκης να λειτουργούν ως stimuli για τις αισθήσεις μου. Και ενώ η Βίκυ Φλέσσα έδινε ταξιδιωτικές οδηγίες, εγώ άρχισα να ταξιδεύω για κάπου αλλού, όχι πολύ μακριά, όχι στο σκοτεινό δωμάτιο που κλείδωσε μέσα τους ρυτιδιασμένους έρωτες, το λιωμένο και λασπωμένο χιόνι, τις γεμάτο νικοτίνη αναπνοές και τις ψυχές που συντηρούσαν. Ήμουν πάνω στο γυάλινο τραπέζι με τα γράμματα και έδινα πολλαπλούς οργασμούς στην Βίκυ Φλέσσα. «Jesus Christ Super Star” αναφώνησα καθώς το πιο υγρό μου όνειρο, χωρίς αναστολές επιδιδόταν σε ασκήσεις Κομανέντσι. «Μίλα μου βρώμικα, μωρή Φλέσσα», φωνάζω, «Τερψώπρωκτε, κίναιδε, Αυνάνα....» μου ψιθύριζε αυτή. Και πάρε και αυτό, πάρε και τούτο, και όλα πηγαίνανε καλά μέχρι που μου καρφώθηκε το γράμμα Ψ στο κώλο και άνοιξα απότομα τα μάτια μου για να βρεθώ κάπου όχι πολύ μακριά, όχι στο σκοτεινό δωμάτιο οπού ο έρωτας είχε πάθει πνευμονία από τα χιόνια, οι αναπνοές άσθμα και οι ψυχές ξεψύχησαν. Ήμουν πίσω στην καρέκλα μου και κοίταζα την Βίκυ Φλέσσα στα μάτια, να κάνει ερωτήσεις και να τις απαντάει μόνη της, να γελάει με τα αστεία της, να σοβαρεύει, να μου λέει, «ελάτε», και να απαντάει με την δέουσα σοβαρότητα στην ερώτηση που μόλις έθετε. Ο ήχος άρχισε σιγά-σιγά να επιστρέφει στα αυτιά μου. Ήταν η σειρά μου να απαντήσω σε μια ερώτηση που απευθυνόταν σε μένα. Περίμενα βέβαια πως η απάντηση θα απευθυνόταν στην ίδια, αλλά αυτή τη φορά δεν μου έκανε την χάρη.
- Β.Φ.: Και μία που φτάσαμε στο τέλος της εκπομπής, θα διαλέξω ένα τελευταίο γράμμα. Χμ, για να δούμε....το Γάμα! Τι λέξη σας έρχεται στο μυαλό?
-Ziggy: «Γάμα μας», σκέφτηκα. Εεε, δεν ξέρω.....Γάμος....Γυναίκες.....Γύρος...Γιουρούσι?
   - Β.Φ: Γυναίκες! Τι είναι οι γυναίκες για σας αγαπητέ Ziggy? Είναι η μάνα? Η πηγή της ζωής? Το άλλο μισό του έρωτα? Ο έρωτας ο ίδιος, χωρίς εκπτώσεις? The root of all evil? Η Περσεφόνη, ο θάνατος δηλαδή και η ανάσταση,  η άνοιξη που καβαλά τούτη η ανάσταση ή ο χειμώνας που αφήνει πίσω του, παίρνοντας την μαζί του? Η μήπως.......

Δεύτερος γύρος σκέφτηκα. Για καλό και για κακό ας απομακρύνω αυτά τα γράμματα από το τραπέζι γιατί αν κάτσω πάνω στο Σ, δεν την γλυτώνω την δαχτυλική. Αυτή τη φορά θα είμαι τρυφερός. Και πάρε και αυτή και πάρε και κείνη.....Άναψα, τσιγάρο και πήρα μια βαθιά τζούρα. Φύσηξα το καπνό και άνοιξα τα μάτια για να βρω αυτή που μέχρι πριν 5 λεπτά ούρλιαζε τελειώνω σε αττική σύνταξη να με κοιτάει περιμένοντας την απάντηση μου.

-Ziggy: Ε, με συγχωρείτε αφαιρέθηκα. Πού είχαμε μείνει?
- Β.Φ.: Στο τι εστί γυνή? Μήτηρ γάρ......

Και πριν προλάβει πάλι να αρχίσει το ντελίριο, και επειδή τρίτος γύρος μέσα σε 1 ώρα είναι υπερβολικός ακόμη και για έναν επιβήτορα όπως εγώ αποφάσισα να απαντήσω.

  • Ziggy: Γκουχου, Γκούχου. Λοιπόν....

  • Β.Φ.: (εκστασιασμένη με την αντρουά επιβλητικότητα μου – ήμουν σίγουρος ότι στο τρίτο γύρω θα το γυρνούσαμε στα σκαμπίλια και στα μαστίγια αν ενέδιδα-) Ελάτε

  • Ziggy: Γυναίκες....Για μένα δεν είναι τίποτε άλλο παρά....

  • Β.Φ.: Ναααιιιι? (το μαλλί της έχει γίνει Ράστα από την τσαχπινιά που το πειράζει ντεμέκ ανέμελα)

  • Ziggy: SPHINX WITHOUT SECRETS!!!

Η Βίκυ Φλέσσα λιποθυμά από την ηδονή και ο οπερατέρ παύλα μπούμαν παύλα φροντιστής παύλα υπεύθυνος ροής παύλα κομμωτής και μακιγιέρ της εκπομπής (η ΝΕΤ ακολουθεί στρατηγική χαμηλού κόστους) τρέχει να πατήσει το κουμπί για τους τίτλους τέλους. Τα φώτα πέφτουν, η εκπομπή τελειώνει και γω βρίσκω την ευκαιρία να κάνω στην λιπόθυμη Κυρία Φλέσσα όλα αυτά που φανταζόμουν εδώ και 2 ώρες. Η απομυθοποίηση ήταν πάντα το αγαπημένο μου χόμπι, αν και η Βίκυ Φλέσσα ήταν το ίδιο θερμή λιπόθυμη όσο και στην φαντασίωση μου. Κάποια αλήθειες δεν καταρρίπτονται ποτέ.

     Η επόμενη βδομάδα κυλούσε ακριβώς όπως αρμόζει σε έναν σταρ που έχει περάσει από το γυάλινο τραπέζι της Κυρίας Φλέσσας. Τα τηλέφωνα χτυπούσαν ασταμάτητα. «Δεν είμαι εδώ για κανέναν» φώναζα. «Δεν είναι για σένα παιδί μου, απο την τράπεζα είναι», «Δεν είμαι εδώ για κανέναν», «Δεν είναι για σένα η θεία Ευτέρπη είναι», «Δεν είμαι εδώ για κανέναν», «Δεν είναι για σένα παιδί μου, λάθος κάνανε», «Δεν είμαι εδώ για κανέναν», «Ο Alehandro είναι παιδί μου, παίρνει από Λονδίνο», «Καλά, φέρτον, άλλα δεν είμαι εδώ για κανέναν άλλον». Καθώς έκλεινε η πόρτα του δωματίου μου είχα την αίσθηση ότι άκουσα κάποιον να με λέει ψωνάρα. Μάλλον η ιδέα μου ήταν.

-Αλεχάντρο: Πού είσαι ρε ζίγκυ celebrity?
-Ziggy: Μοναδικέ μου φίλε!!! Για να ξέρεις πόσο πολύ φίλος μου είσαι δεν είμαι εδώ για κανέναν. Μόνο εσένα δέχτηκα σήμερα να συνομιλήσω.
- Αλεχάντρο: Το ήξερα ότι παρόλη την δημοσιότητα θα παρέμενες φίλος. Ρε σύ? Πολύ μου άρεσες προχθές στη Φλέσσα. Γαμάτα τις τα είπες. Και ειδικά αυτό το τελευταίο.
- Ziggy: Sphinx without questions φιλαράκι.
- Αλεχάντρο: Ναί, ναι αυτό. Ένιωσα να ταυτίζω την ταπεινή ζωή μου με την λαμπρή αφεντιά σου. Προβληματίστηκα ξέρεις. Στην αρχή νόμιζα ότι έλεγες για την πρώην μου την Δ. που ο μπαμπάς σου την φώναζε σφίγγα, μετά από εκείνη τη μέρα που χάσαμε το σχολικό και μας πήγε και τους 3 στο σχολείο με το αμάξι και αυτή όλο γκρίνιαζε και εγώ δεν έλεγα τίποτα, και αυτή συνέχισε να γκρινιάζει και πάλι εγώ δεν έλεγα τίποτα μέχρι που αυτή άρχισε να με βρίζει γιατί δεν έλεγα τίποτε και μετά όταν της είπα κάτι, άρχισε πάλι να γκρινιάζει γιατί δεν της φέρομαι καλά και όλο την μειώνω μπροστά στους άλλους. Αλλά μετά σκέφτηκα ότι αυτή δεν ήταν Sphinx without Secrets γιατί  ποτέ δεν έμαθα ότι με κεράτωνε μαζί σου και ότι τα είχε επίσης με εκείνο το παιδάκι με τα σπυράκια που μου χτυπούσε φιλικά τη πλάτη κάθε πρωί στο σχολικό και γω νόμιζα ότι ήταν αδερφή και με γουστάρει. Και μετά προβληματίστηκα και άλλο γιατί νόμιζα ότι έλεγες για την ξετσίπωτη την πρώην σου την Ν. που ενώ ήταν μεγάλη πηδιόλα, πίστευε ότι θα πρέπει να στα λέει όλα γιατί αλλιώς θα δηλητηρίαζε την σχέση σας. Αλλά μετά σκέφτηκα ότι αυτή μπορεί να ήταν without secrets άλλα σίγουρα δεν ήταν Sphinx. Πηδιόλα ήταν.
- Ziggy: Και πού κατέληξες?
- Αλεχάντρο: Κατάλαβα ότι o χαρακτηρισμός Sphinx αντιπροσωπεύει την αρχαία Σφίγγα, με το σώμα λιονταριού και το κεφάλι γυναίκας που έθετε αινίγματα στους περαστικούς και αν αδυνατούσαν να απαντήσουν τους έτρωγε. Και κατέληξα ότι αναφέρεσαι σε κάτι αινιγματικό, στην αινιγματική φύση των γυναικών. Στο μυστήριο που αποπνέουν από την πρώτη μέρα που της γνωρίζουμε. Και όσο και αν περνάει ο καιρός, όσο και αν πιστεύουμε ότι τις γνωρίζουμε, πάντα διαλέγουν μια λέξη, μια πρόταση, ένα βλέμμα, μία πράξη για να μας κάνουν να αντιληφθούμε ότι δεν καταλάβαμε τίποτα, ότι όσο σίγουρη και αν αισθανόμαστε για αυτήν που έχουμε απέναντι μας, καλύτερα να το ξεχάσουμε γιατί τα μυστικά που κρύβουν μέσα τους, αν φανερωθούν, θα καταπιούν όλη την αλήθεια που μας άφησαν να δούμε, όπως κατάπινε η σφίγγα τα θύματα της που αδυνατούσαν να λύσουν το γρίφο της.
- Ziggy: Μα Αλεχάντρο, μ’αυτήν τη λογική θα έπρεπε να είμαστε όλοι καταδικασμένοι να μεταμορφωθούμε σε ένα τεράστιο ρέψιμο μετά από λουκούλλειο γεύμα ανδρο-φαγίας. You’re missing the big picture here mate.
- Αλεχάντρο: Show me the light, Ziggy, show me the light.
- Ziggy: Κλείσε τα μάτια σου και ταξίδεψε μαζί μου. Πάμε μέχρι το πρώτο πόδι της Χαλκιδικής. Βάλε το μαγιό σου και κάνουμε μια στάση στη «Χελώνα».
- Αλεχάντρο: ΜΜ....είμαι ήδη εκεί!! Τεκίλα για μένα και μία Bud. Θα πάς για ρακέτες?
- Ziggy: Όχι φίλε μου. Θα κάτσω δίπλα σου στο μπάρ. Order me ένα mixer φρούτων.
- Αλεχάντρο: Καλά ρε μούφτη, και στη φαντασία μας πάλι της φλωρίες άρχισες?? Bartender: Μια mini Moet για τον φίλο μου.
- Ziggy: Κάτσε ρε παπάρα, μεσημέρι είναι ακόμη.
-Αλεχάντρο: Πιες ρε μούσια, κάθε πότε έρχομαι Ελλάδα.
- Ziggy: Cheers mate. Στην υγειά μας!
- Αλεχάντρο: Στα υπέροχα κορμιά μας!
- Ziggy:  Το βλέπεις το μελαχροινό στην ξαπλώστρα?
- Αλεχάντρο: Πού ρε? Διπλά στο ξανθό με το tattoo στην πλάτη?
- Ziggy: Ακριβώς. Τρελό???
- Αλεχάντρο: Ασύλληπτο. Σαν πρωινή στύση.
- Ziggy: Λοιπόν πάτα το pause τώρα και γύρνα λίγο πίσω μαζί μου στο τηλέφωνο.
- Αλεχάντρο: Κάτσε λίγο ρε μούφτη να πιω την μπύρα μου!
- Ziggy: ΑΛΕΧΑΝΤΡΟ!
- Αλεχάντρο: ώχ, καλά μωρέ χαντούμη.
- Ziggy: Ας κάνουμε λοιπόν μια υπόθεση εργασίας. Φαντάσου ότι πηγαίνεις και της μιλάς. Παίρνεις ένα παγωμένο μπουκάλι tequila από το μπαρ και συστήνεσαι. Κάθεστε όλοι μαζί. Η ξανθιά με το Tattoo παριστάνει ότι την χτύπησε ο ήλιος και πάει για ένα long swim. Εσύ εύχεσαι να πάθει κράμπα και να σας αφήσει ήσυχους για τις επόμενες 74 ώρες που θα την έχεις κλειδωμένη στο δωμάτιο σου και θα την βγάζεις έξω μόνο για νερό και τουαλέτα και ξανά μέσα. Play Button.

- Αλεχάντρο:  Να βάλλω ακόμη ένα?
- Τρελό Μελαχρινό: Νομίζω ότι προσπαθείς να με μεθύσεις για να με εκμεταλλευτείς.
- Αλεχάντρο: That would be promising but, θα ήθελα να με θυμάσαι και αύριο το βράδυ που θα βγούμε.
- Τρελό Μελαχρινό: Ωραίο ακούγεται άλλα νομίζω πως η φίλη μου έχει κανονίσει κάτι. Πάντως μιλάμε αν αλλάξει κάτι.
- Αλεχάντρο: Και με τι είπες ότι ασχολείσαι?
- Τρελό Μελαχρινό: Δεν είπα. Άλλα είμαι στον χώρο της διασκέδασης.

Ντριν....Χτυπά το κινητό της.....

  • Τρελό Μελαχρινό: Ναί? Στις 13? Ναι είμαι ελεύθερη. Πόσα άτομα? Ναι με το δικό μου εξοπλισμό. Ναι έχω και στολή. Θα μείνετε πολύ ευχαριστημένος, το κάνω πολύ καιρό. Όχι, όχι μην ανησυχείτε θα είναι έκπληξη. Έγινε, θα σας δω εκεί.

Η ώρα περνάει, ο ήλιος αρχίζει να πέφτει, ο Αλεχάντρο έχει εξαντλήσει τη συζήτηση μαθαίνοντας όσα μπορεί περισσότερα για το τρελό μελαχρινό, επιδεικνύει τα Ζεν χαρίσματα του γοητεύοντας και γητεύοντας, η ξανθιά φίλη βγαίνει από το νερό ζαρωμένη και μελανιασμένη και καλεί τις πρώτες βοήθειες για να την συνεφέρουν,  νοιώθει κυρίαρχος του παιχνιδιού άλλα αισθάνεται να στέκεται πάνω σε thin ice αφού στην πραγματικότητα δεν γνωρίζει τίποτα. Έχει φτιάξει την δική του εικόνα αλλά παράλληλα αγνοεί όλα αυτά τα μυστικά που κρύβει μέσα της η μελαχρινή σφίγγα. Της αρέσει? τον θέλει για μια νύχτα? ήταν απλά ο πρώτος που κάθισε δίπλα της με ένα μπουκάλι tequila σε  μια πολύ ζεστή μέρα του καλοκαιριού? όταν έλεγε στο χώρο της διασκέδασης να περίμενε να του κόψει απόδειξη μετά την φλογερή βραδιά που σκόπευε να περάσουν μαζί??? Τι sphinx without secrets και παπαριές, η γκόμενα ήταν χειρότερη και από μασόνο.

Stop button

- Ziggy: Λοιπόν?
- Αλεχάντρο: Τι λοιπόν ρε mate. Sphinx with numerous questions.
- Ziggy: Γιατί ρε φίλε?
- Αλεχάντρο: Ε τι γιατί ρε. Την κοιτούσα τη γκόμενα και δεν καταλάβαινα αν αυτό που μου έλεγε το εννοούσε, τι σκεφτόταν πραγματικά από μέσα της, για ποιο λόγο είπε την τάδε ατάκα, τι πραγματικά εννοούσε, όλα τα μυστικά της καλά κρυμμένα πίσω από αυτό το μαγευτικό μελαχρινό μυστήριο. Μήπως πρέπει να βρεις καινούργια ατάκα για να καθιερωθείς ως λόγιος, για παράδειγμα Sphinx with some secrets ή σκέτο Sphinx? Τουλάχιστο να μην παρεκκλίνεις και πολύ από την αρχική σου δήλωση.
- Ziggy: Ώστε ακόμη να καταλάβεις ε? Λοιπόν, κάνε μου μια τελευταία χάρη. Μέσα στην ντουλάπα σου, έχει μια μικρή πόρτα. Άνοιξε την και μπες μέσα. Θα σε οδηγήσει ακριβώς μέσα στο μυαλό του τρελού μελαχρινού.
- Αλεχάντρο: Είσαι σίγουρος ότι δεν θα με οδηγήσει στο μυαλό του John Malcovic?
- Ziggy: Έχε μου εμπιστοσύνη.

Ο Αλεχάντρο βουτάει μέσα στην μικρή πόρτα και βρίσκεται straight on στο μυαλό του τρελού μελαχρινού. Μπροστά του όλες οι απαντήσεις που ζητούσε, όλα τα «μυστικά» που θα τον έκαναν να απαντήσει στο γρίφο και νa γκρεμίσει τη σφίγγα σαν άλλος Οιδίποδας. Ο χρόνος του τελειώνει, σιγά σιγά τα χρώματα αλλοιώνονται και προσγειώνετε δίπλα μου. Κλείνω το τηλέφωνο και τον κοιτάω στα μάτια.

- Ziggy: Λοιπόν?
- Αλεχάντρο: Σου ζητώ συγνώμη, συγχώρεσε με Ziggy. Σε αμφισβήτησα, άλλα δεν ήξερα, πραγματικά δεν ήξερα....
- Ziggy: Άσε τις παπαριές τώρα και μπες στη ουσία. Have you solved the riddle?
- Αλεχάντρο: Δεν υπάρχει γρίφος. Όλα είναι στο μυαλό μου. Όντως είχαν κανονίσει κάτι για αύριο βράδυ, όντως δυσκολεύτηκε να αντισταθεί στη γοητεία μου, όντως ήθελε να κλειδωθεί μαζί μου σ’ένα δωμάτιο για 72 ώρες και να βγαίνει μόνο για νερό και τουαλέτα. Όντως ανησύχησε που η φίλη της μεταμορφώθηκε σε μια διασταύρωση μπάρμπα στρουφμ και στρουμφίτας.
- Ziggy: Ναι άλλα η δουλεία της? Δεν παραμένει μυστήριο? Δεν σε παραπλάνησε που σου είπε ότι είναι στο χώρο της διασκέδασης? Στολές, εκπλήξεις, ναι σίγουρα είναι διασκέδαση για κάποιους άλλα εγώ το θεωρώ ότι άφησε ένα μυστήριο να αιωρείται.
- Αλεχάντρο: Κανένα μυστήριο. Η γκόμενα είναι κλόουν σε παιδικά πάρτυ.....
- Ziggy: χα,χα. Άρα μοναδικέ μου φίλε? Τι την κάνει αυτό?
- Αλεχάντρο: A SPHINX WITHOUT SECRETS, όπως και όλες. Είδες όμως ρε μάν, όλο αυτό το μυστήριο, η σαγήνη, η παράνοια μας βασικά, η ανασφάλεια. Βάζουμε τρικλοποδιές στο πουλί μας.
- Ziggy: Και τι μας κάνει αυτό?
- Αλεχάντρο: Αγάμητους    
- Ziggy: Χα, χα. Φίλε μου πολύ χάρηκα που ήρθες. Πάμε να σε κεράσω μια tequila  και μια Bud στο «Θερμαϊκό» να δούμε κάνα τρελό μελαχρινό........

In the meanwhile………….

Σ’ένα διαμέρισμα πάνω από τον «Θερμαικο» ένα παιδικό πάρτι τελείωνε. Η κλόουν έβγαζε την στολή της και ετοιμαζόταν για την βραδινή της βάρδια. Είχε να ξεπετάξει 3 νατοϊκούς που ήρθαν από το Κόσοβο για το σαββατοκύριακο. Το κεφάλι της πονούσε ακόμη από την tequila που της κέρασε εκείνος ο  κουραστικός που της το έπαιζε κούκλος στη Χελώνα. Η συνάδελφος της ακόμη να συνέλθει από τα κρυοπαγήματα και έπρεπε να πάρει και τους δικούς της πελάτες, δύο τυρέμπορους από την Λάρισα. Μα καλά, ποσό μαλάκες είναι οι άντρες σκέφτηκε. Είναι δυνατόν να πιστεύουν ότι μ’ένα μπουκάλι tequila, 6 σφιχτούς κοιλιακούς και ένα άσπρο χαμόγελο θα καταφέρουν να λύσουν το γρίφο? Κοίταξε τα λιονταρένια της πόδια, κούνησε τα φτερά της, και έσφιξε τα μυστικά της για τον επόμενο..........    



  

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 01, 2005

Prince Charming


Η Lou κοίταξε τα αυτοκίνητα κάτω από το παράθυρο της. Ένας κύριος μ’ένα μεγάλο αμάξι προσπαθούσε να παρκάρει. Τελικά τα κατάφερε, αφήνοντας πίσω του μερικές γρατσουνιές στον μπροστινό. Δεν άργησε πολύ. Μετά από 10 λεπτά μπήκε ξανά στο αμάξι του και φεύγοντας άφησε πίσω του ένα τεράστιο κενό. Βλέποντας αυτή την εικόνα η Lou παραλίγο να βάλει τα κλάματα. Τον τελευταίο καιρό, είχε γίνει τόσο ασταθής συναισθηματικά που ακόμη και οι καθημερινές ανούσιες εικόνες της προκαλούσαν μελαγχολία. Πόσοι και πόσοι άντρες την είχαν γρατσουνίσει, μένοντας ίσως λιγότερο από τον φαλακρό κύριο που μόλις ξεπάρκαρε, αφήνοντας πίσω τους το ίδιο τραγικό κενό. Ένα κενό που έβλεπε μπροστά της σε κάθε έκφανση της ζωής της: Όταν άδειαζε το κουτί του καφέ, όταν έβγαζε το CD από την θήκη του, ακόμη και όταν άδειαζε την μπανιέρα της μετά το πρωινό της μπάνιο, που και αυτό είχε ελαττώσει μ’αποτέλεσμα να μοιάζει περισσότερο με τον Bob Marley παρά με δυναμικό και ανερχόμενο στέλεχος της Διαφήμισης.
Το είχε βέβαια αποφασίσει πως, με τον έναν ή άλλον τρόπο, δεν θα άφηνε αυτό το κενό να μεγαλώσει τόσο ώστε να την μετατρέψει σε μια λεπτή, στρόγγυλη γραμμή, που ο λόγος ύπαρξης της είναι να κρατάει αυτό το κενό ζωντανό για να μην χυθεί στο άπειρο. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Σκάλισε την βιβλιοθήκη της και τράβηξε ένα βιβλίο που της είχαν κάνει δώρο οι φίλες της, όταν αποφάσισε να ζήσει μόνη της: «Μαγειρική για Εργένηδες» με την σημείωση στο εσώφυλλο Για να μην πεθάνεις από την πείνα, Roma Pizza 2310 422777. Αν πάλι πιστέψεις στον εαυτό σου, 199 Πυροσβεστική. Ελένη, Χαρούλα, Nicole. Ιούνιος ’97. «Καργιόλες, σκέφτηκε, νομίζετε ότι είστε καλύτερες απο μένα...». Η αλήθεια είναι πως δεν τις χώνεψε ποτέ αυτές τις 3 τσουλάρες. Προτιμούσε να τρώει τα μούτρα της με κάθε μαλάκα που της χαμογελούσε και της θύμιζε το μπαμπά της, παρά να τρώει το χρόνο της μ’ αυτά τα 3 τσόλια που μόνο άσχημα την έκανα να νοιώθει για τον εαυτό της. Οι τέσσερις τους ήταν συμμαθήτριες από το σχολείο, μα από τότε τους χώριζαν πολλά περισσότερα από 2 σειρές θρανία. Η Ελένη ήταν πρόεδρος της τάξης, υπεύθυνη του Yearbook και μεγάλη καριόλα. Τα είχε από την πρώτη γυμνασίου με τον Μάκη, έναν πρώτης τάξεως μπούλη, που η crème de la crème καταγωγή του, της έφτανε για να παραβλέψει τα 122 κιλά του και την μνημειώδη μαλακία που τον έδερνε. Παράλληλα βέβαια είχε πάρει όλους του κολλητούς του Μάκη, τον συντηρητή του σχολείου, 2 καθηγητές φιλολογίας και αν και δεν το παραδέχτηκε ποτέ, την Χαρούλα, ένα βράδυ που γίνανε κομμάτια στα εγκαίνια του Ρέμου. Αλλά τον Μάκη δεν θα τον άφηνε ποτέ. Μια κυρία έλεγε, είναι δοσμένη σε έναν και μοναδικό άντρα. Φαντάζομαι ότι εννοούσε σ’ έναν άντρα τη φορά, αν και αυτό παραβιαζόταν τουλάχιστο 4 φορές το χρόνο, όταν ο Μάκης πήγαινε στο Άγιο Όρος για το τρίμηνο τάμα του, και άφηνε τους 2 κολλητούς του να κρατάνε συντροφιά στην πολύτιμη γυναικούλα του για βραδιές μπιρίμπας. Η Χαρούλα από την άλλη, ήταν όλα αυτά που δεν ήταν η Ελένη, για τον απλούστατο λόγο ότι στην προσπάθεια της να γίνει η Ελένη, έκανε φρικτή δουλειά. Ήταν Αντιπρόεδρος της τάξης, βοηθός της Ελένης στο Yearbook και η πιο φρικτή καργιόλα που θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί. Αγάμητη όλο τον χρόνο, εκτός από τις 4 φορές που ο Μάκης υποτίθεται ότι πήγαινε στο Άγιο όρος για προσκύνημα, μπορούσε να γίνει όσο Ελένη ήθελε, άσχετα που ο Μάκης έκανε απότομες κινήσεις στον ύπνο του και της είχε γίνει το βυζί τασάκι. Η παρουσία της Nicole στην παρέα, από την άλλη, δεν είχε καμία λογική εξήγηση. Δεν είχε ποτέ την φιλοδοξία της Ελένης να κατακτήσει τον κόσμο ούτε τη φιλοδοξία της Χαρούλας να γίνει Ελένη. Συμφωνούσε πάντα σε ότι πρότεινε η παρέα (ακόμη και φάρμακα για τον προστάτη να της έδιναν δεν θα διαφωνούσε), σχεδόν παθητικά λες και την είχε χτυπήσει κάποια σπάνια ασθένεια που σου ρουφά την προσωπικότητα. Πού και πού πηδιότανε, πάντα με τους πιο αδιάφορους από το πουθενά τύπους μάλλον γιατί το κάνανε και οι υπόλοιπες. Έτσι όταν η Ελένη παρτουζονόταν με τους φίλους του Μάκη, και ο Μάκης έκανε το προσκύνημα του ανάμεσα στα πόδια της Χαρούλας, η Nicole έβρισκε τον πιο τυχάρπαστο τύπο, και τον πηδούσε για να μην χαλάσει το πρόγραμμα. Και βέβαια, η τέταρτη της παρέας, η Lou μαύρο σύννεφο σ’ έναν γαλάζιο ουρανό. Cure, David Bowie, Walkabouts και Tindersticks ήταν το Soundtrack της ζωής της. Δεν ήθελε να ζει για το αύριο, το αύριο της ήταν σήμερα, τώρα και ήθελε να το ζει με πάθος, ένταση, κορύφωση πολλές φορές στα χέρια μεγαλύτερων αγοριών και λιγότερες μικρότερων αντρών. Της άρεσε να βλέπει τον εαυτό της λυπημένο, τσακισμένο από τον καινούργιο έρωτα που ζούσε κάθε 3 μέρες, γιατί τουλάχιστο έτσι είχε και ένα καλό άλλοθι για να κλαίει. Δεν της άρεζε να κλαίει χωρίς λόγο, ήθελε το κάθε δάκρυ της να έχει όνομα, αλλιώς θεωρούσε ότι σκοτώνει τα αγέννητα παιδιά της και αυτό την έκανε να κλαίει περισσότερο. Τα χρόνια όμως περάσανε, οι Cure δώσανε της θέση τους στον Πλούταρχο, και τα δάκρυα της στερέψανε, δίνοντας τη θέση τους στην απαξίωση του γεμάτου, στη συντροφιά του κενού της.
Άνοιξε τη σελίδα 72 τυχαία. Έπεσε πάνω σε μια συνταγή για κεφτεδάκια. Σκέφτηκε πως κάτι δημιουργικό θα την έκανε να αισθάνεται λιγότερο άδεια, τουλάχιστο όσο αναφορά το στομάχι της. «....Πλάθουμε το κιμά.....προσθέτουμε λίγο φρυγανιά....βουτυρώνουμε το ταψί.....Θυμηθείτε να αφήσετε ένα μεγάλο κενό ανάμεσα στα κεφτεδάκια.....». «Άντε γαμήσου και σύ και ο κεφτές σου», φώναξε, καθώς ακόμη και η Κα. Βέφα της υπενθύμιζε την ύπαρξη της. Πέταξε το βιβλίο μέσα στο μπολ με τους κιμάδες. Ακούμπησε την πλάτη της στον πάγκο και άφησε την βαρύτητα να κάνει τα υπόλοιπα, καθώς γλιστρούσε στο πάτωμα της κουζίνας της, που ήταν γεμάτο με τριμμένη φρυγανιά. Έβαλε το κεφάλι της ανάμεσα στα πόδια της και έμπηξε με δύναμη τα νύχια της στην κοιλιά της. Ήθελε να κλάψει, να διώξει αυτό το κενό που την στοιχειώνει μακριά, να το ξεπλύνει μ’ ένα κλάμα, άλλα είχε ξεχάσει πια πως γίνεται αυτό. Η ένταση, η πίεση, άρχισε να ζαλίζεται, να ιδρώνει....Έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα. Ένιωσε κάτι αλμυρό στα χείλη της. Έβαλε τα δάχτυλα της επάνω στο πρόσωπο της. «Κλαίω????» απόρησε. Αναστατώθηκε. Είχαν περάσει χρόνια από το τελευταίο της δάκρυ, τα μάτια της πονούσαν καθώς έκανα μια υπεράνθρωπη προσπάθεια να γεννήσουν ακόμη μια σταγόνα. Ούτε καν θυμόταν τι όνομα είχε δώσει στο τελευταίο της δάκρυ. Ήταν άραγε για εκείνον τον ψηλό συμφοιτητή της από την σχολή, που έκανε εκείνα τα ηλίθια σχόλια για το ντύσιμο της κάθε φορά που ήταν να βγούνε έξω? (ένιωσε ένα έντομο σκίσιμο στο αριστερό της μάτι, καθώς ένα γέρικο δάκρυ εξέπνεε από μέσα της), ή μήπως για εκείνον τον διανοούμενο καθηγητή της που φρόντιζε πάντα να την μειώνει μπροστά στους υπόλοιπους συμμαθητές της για να μην καρφώνεται ότι την πηδάει. Ένα ακόμη δάκρυ που ασφυκτιούσε όρμησε από μέσα της για να ρουφήξει λίγο αέρα. Και σταδιακά τα δάκρυα της πήραν όνομα, ένα για κάθε μαλάκα που δεν την αγάπησε αρκετά, που δεν γελούσε με τα αστεία της, που την θεωρούσε χαζή, που δεν τη γνώρισε στη μάνα του, που του θύμιζε τη μάνα του, που τον ενοχλούσε το τρίξιμο των δοντιών της όταν κοιμόταν, που της έφαγε τα νιάτα, που δεν ήταν τρυφερός μαζί της, που δεν την χαστούκισε όταν έπρεπε, που την χαστούκισε όταν δεν έπρεπε, που δεν της είπε σ’αγαπώ, που της είπε σ’ αγαπώ και τον πίστεψε, που δεν της έδινε σημασία, που δεν της έδωσε το χώρο της, που τελείωνε σε 2 λεπτά, που δεν της έφερε πρωινό στο κρεβάτι, που της πλήρωνε το ταξί για να την στείλει σπίτι της, που πληρώνανε μισά-μισά όταν έβγαιναν έξω, που δεν την έβγαζε έξω, που.....που ... που........Και τα μάτια της άρχισαν να ξεχειλίζουν, ξεπλένοντας το κενό της, το πάγκο της κουζίνας και το πάτωμα από τις φρυγανιές. Δεν ήθελε να σταματήσει να κλαίει ούτε λεπτό. Το μόνο που σκεφτόταν πια ήταν το πού κρυβόταν αυτός ο άντρας, το αντίθετο όλων αυτών που αντιπροσώπευαν τα δάκρυα της, πόσο μάταιο είναι αυτό το παιχνίδι, πόσο unfair, και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’αυτό, παρά μόνο να συνεχίζει να κλαίει, μέχρι να βγάλει και τον τελευταίο κρετίνο από μέσα της. Και κάνοντας έξωση στα δάκρυα της και ξορκίζοντας τα φαντάσματα της όλο και πιο πολύ καταλάβαινε το τι είναι αυτό που έψαχνε. Κάθε δάκρυ της παρέσερνε μαζί του και μια κακή συνήθεια, όλα αυτά που δεν ήθελε να είναι, αφήνοντας πίσω, κομμάτια που για πρώτη φορά στη ζωή της μπορούσαν να την κάνουν να πει «αυτό θέλω για μένα, αυτό ακριβώς, χωρίς εκπτώσεις, χωρίς συμβιβασμούς». Και όταν το τελευταίο της δάκρυ έπεσε στο πάτωμα, σταμάτησε να κλαίει. Όχι ότι δεν μπορούσε άλλο. Απλά, ήξερε πια, τι ΑΚΡΙΒΩΣ ήθελε. Το πρόσωπο του, το ύφος του, η συμπεριφορά του, το χιούμορ του, το ντύσιμο του, όλα μα όλα προέκταση της δικής της ανάγκης. Τελείως εγωιστικά, αλλά εντελώς ξεκάθαρα. Έναν καθρέφτη της ψυχής της, με τσουτσούνι. Αυτό ακριβώς και τίποτα λιγότερο.
Χαμογέλασε γαλήνια και σηκώθηκε ανάλαφρα από το πάτωμα. Τίναξε τα ρούχα της από τις φρυγανιές και άρχισε να συμμαζεύει την κουζίνα σαν τίποτα να μην είχε συμβεί. Σκέφτηκε όταν θα έλεγε στην Ελένη για την απελευθέρωση της, τα σκατόμουτρα της και την ξινίλα που θα έσταζε όταν θα της απαντούσε «Ναί, αγάπη μου, μπράβο που επιτέλους ξέρεις τι θέλεις, αλλά αυτό που θέλεις απλά ΔΕΝ υπάρχει! Δεν υπάρχει άντρας φτιαγμένος για να εξυπηρετεί όλες μα όλες σου τις ανάγκες! Ένα καλό πήδημα συνήθως συνδυάζεται με φρικτά Social skills. Καλός στο κρεβάτι, άλλα κλείδωσε τον στην ντουλάπα όταν βγεις με το γραφείο. Έτσι είναι καλή μου οι σχέσεις. Συμβιβασμός, αλλού χάνεις, αλλού κερδίζεις. Εσύ νομίζεις μ’ αρέσει να με πηδάει ο Μάκης? Υπομονή κάνω η γυναίκα, κάποια στιγμή θα τον πάθει τον προστάτη.....» Αλλά η, Lou συνέχισε να χαμογελά, γιατί πολύ απλά ήξερε πως το πρωί που θα ξυπνούσε, ο Prince Charming της, θα κοιμόταν στο πλάι της.

Το Επόμενο Πρωί........

Η lou τεντώθηκε τεμπέλικα. Δεν θυμάται να έχει κοιμηθεί ποτέ της τόσο καλά. Είχε να νιώσει τόσο ξεκούραστη από τότε που ήταν 13 χρονών. Και πόσο ευδιάθετη! Τελευταία φορά που θυμόταν τον εαυτό της έτσι ήταν τότε που το τσίρκο πέρασε από την πόλη και πέρασε το βράδυ με εκείνον τον Βραζιλιάνο ακροβάτη. Ήξερε βέβαια τον λόγο. Άπλωσε το χέρι της για να χαϊδέψει το μαλακό στήθος του Prince Charming της αλλά το κρεβάτι της ήταν άδειο. Δεν έδειξε να ανησυχεί. Σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο. Κατέβασε το καπάκι της τουαλέτας και κοίταξε τον εαυτό της στο καθρέφτη. Έλαμπε. Περπάτησε προς την κουζίνα. Οι μυρωδιές του φρεσκοψημένου καφέ, των αυγών και του φρέσκου ψωμιού την έκανε να σταματήσει, να κλείσει τα μάτια της και να γουργουρίσει σαν γάτα. Στο τραπέζι του σαλονιού, μέσα στο κρυστάλλινο βάζο, βρέχονταν 12 φρέσκα τριαντάφυλλα. Έβγαλε ένα και το μύρισε καθώς προχωρούσε προς την κουζίνα. Κάθισε στο τραπέζι και άφησε το τριαντάφυλλο δίπλα στην μαρμελάδα. Ένιωσε ένα ζεστό χέρι να της χαϊδεύει το λαιμό. Γύρισε, το κεφάλι της και τα χείλη της ακούμπησαν στα χείλη που της ψιθύριζαν λόγια και στιχάκια εχτές το βράδυ.
-Prince Charming: Καλημέρα. Ελπίζω να πεινάς. Θα ήταν κρίμα να τα φάω όλα μόνος μου. Θα γίνω χοντρός και μετά δεν θα χωράω πια στην φαντασία σου!
-Lou: Χαμογέλασε και του χάιδεψε το χέρι. Μόνο λίγο καφέ και μια φρυγανιά με μαρμελάδα. Κοιμήθηκες καλά? Δεν σε άκουσα που σηκώθηκες.
-Prince Charming: Δεν κοιμάμαι πολλές ώρες. Ήθελα να τελειώσω και κάτι δουλείες οπότε είπα να μην χουζουρέψω άλλο. Μου πήρε βέβαια και μια ώρα να ξεκολλήσω μέχρι να χορτάσω να σε κοιτάω να κοιμάσαι.
-Lou: Έτριζα τα δόντια μου πάλι?
-Prince Charming: Αλήθεια? Ούτε που το πρόσεξα.
-Lou: Ψεύτη! και του δίνει ένα ελαφρό χτύπημα στον ώμο. Κοίταξε το ρολόι της καθώς ρουφούσε μια γουλιά καφέ. Μμμ...άργησα. Πρέπει νά’ μαι στ γραφείο σε 20 λεπτά.
-Prince Charming: Πήγαινε να ετοιμαστείς, και γω θα μαζέψω. Και όταν είσαι έτοιμη σε κατεβάζω με την μηχανή.
-Lou: Δεν πειράζει θα πάρω το αυτοκίνητο. Ούτος η άλλος θα πρέπει να με βοηθήσεις λίγο. Το βράδυ έχουμε τραπέζι.
-Prince Charming: Άστο πάνω μου. Δουλειά?
-Lou: Αποστολή. Θα καλέσω τις φίλες μου απόψε. Είμαι σίγουρη ότι πεθαίνουν να σε γνωρίσουν. Θα κανονίσω να περάσω να τις πάρω. Κατά της 10 υπολόγισε.
Η Lou τον αποχαιρέτησε μ’ ένα παθιασμένο φιλί στην εξώπορτα και πριν του ρουφήξει όλο το οξυγόνο, τον άφησε μ’ ένα ελαφρύ τσίμπημα στο κώλο. Έκλεισε την πόρτα και πήρε το δρόμο για το γραφείο.

Η ώρα ήταν 21:40 και η κίνηση φρικτή. Η Nicole στο πίσω κάθισμα, είχε κολλήσει τα μούτρα της στο τζάμι σαν 10 χρονών βλαμμένο που πάει βόλτα με τους γονείς του. Η Χαρούλα στη θέση του συνοδηγού, περίμενε με αγωνία πότε θα φτάσουν στο σπίτι της Ελένης για να της ανοίξει την πόρτα και να της προσφέρει την θέση της καθώς εκείνη θα στριμώχνονταν με το downάκι στο πίσω κάθισμα. Προφανώς αυτή θα ήταν η καλύτερη στιγμή της ημέρας της και δεν θα άφηνε κανέναν να την χαλάσει. Το χέρι της ήταν κολλημένο στο χερούλι μήπως και δεν προλάβει σε περίπτωση που η Ελένη ανοίξει την πίσω πόρτα πρώτη. Τελικά, πρόλαβε και η μέρα της πήγε όπως ακριβώς την σχεδίασε, καρφώνοντας ένα ηλίθιο χαμόγελο ευτυχίας στο πρόσωπό της. Η ώρα ήταν 22.12 όταν έβαλε το κλειδί στην πόρτα. Το σπίτι ήταν γεμάτο αναμένα κεριά και η μύριζε ψητό χοιρινό με μέλι στο φούρνο. Η lou άνοιξε ένα μπουκάλι Παράγκα του Κυρ Γιάννη και σέρβιρε τα κορίτσια μέχρι να ετοιμαστεί το φαγητό. Πήγε στην κουζίνα και βρήκε τον Prince Charming να δοκιμάζει τις πατάτες φούρνου που είχαν ροδοκοκκινίσει.
-Prince Charming: Δεν σας άκουσα που μπήκατε. Θα είναι όλα έτοιμα σε 2 λεπτά.
-Lou: Μην μου είσαι νευρικός! Οι τσουλάρες θα σε λατρέψουν. Πίστεψε με, θα δυσκολευτούν να αρθρώσουν κουβέντα μόνο που θα σε δούνε. Μετά το πρώτο σοκ βέβαια, ετοιμάσου για ανάκριση. Μη μασάς όμως.
Η Lou τον έπιασε από το χέρι και τον οδήγησε στο σαλόνι. Τον έβαλε να καθίσει δίπλα στην Χαρούλα και ακριβώς απέναντι από την Ελένη έτσι ώστε να της τον τρίψει στην μούρη όσο πιο καθαρά μπορούσε.
-Lou: Σας αφήνω να γνωριστείτε. Πάω στη κουζίνα να ετοιμάσω.
Η Ελένη κοίταξε την Χαρούλα με απορία. Η Nicole ήταν αφοσιωμένη παίζοντας με τον πισπιρίκο, το γάτο της Lou. Μια σιωπή κάλυψε τα πάντα. Ο Prince Charming καθόταν αμήχανα στον καναπέ παίζοντας νευρικά με τα δάχτυλα του. Η Χαρούλα κοιτούσε πότε το πάτωμα και πότε το ταβάνι. Η Ελένη σηκώθηκε, πήρε το κρασί της στα χέρια και πήγε στην κουζίνα. Ακούμπησε στο πάγκο δίπλα στη Lou και ήπιε μια μεγάλη γουλιά.
-Ελένη: Τι κάνεις φιλενάδα?
-Lou: Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της και τα μάτια της έλαμψαν. Πηδιέμαι φιλενάδα. Και όχι μόνο πηδιέμαι, άλλα μετά με αγκαλιάζει και μετά μου φτιάχνει πρωινό, και μετά μου ψιθυρίζει στιχάκια και μετά ξανά πηδιέμαι, και γελάω, πεθαίνω στα γέλια, και ύστερα κρυώνω, και με παίρνει αγκαλιά, και άμα βρέχει μου δίνει το σακάκι του και πάλι με κρατάει αγκαλιά και ας γίνεται μούσκεμα. Και μετά μου φτιάχνει τσάι με περγαμόντο και βάζει το rock ‘n’ roll suicide του Bowie και διαβάζουμε εφημερίδες και καπνίζουμε τσιγάρα. Και ποτέ δεν θα κάνει ένα κακό σχόλιο ούτε καν όταν τρίζω τα δόντια μου την ώρα που κοιμάμαι, παρά μόνο ότι του έλειψα όταν πήγα να πάρω τσιγάρα και ότι ξύπνησε το βράδυ για να με βλέπει να κοιμάμαι επειδή το πρωί θα λείπω στη δουλεία και θέλει την εικόνα μου να του κρατάει συντροφιά.
-Ελένη: Και....πώς,....πότε....τον γνώρισες και.......
-Lou: Κακίστρο, μάγισσα έχασες τα λόγια σου έ? Κάτσε τώρα με τον μπούλη να είσαι κυρία μπούλη μέχρι να του μαραθεί. Δεν έχει σημασία! Σημασία έχει ότι είναι όλα αυτά που ήθελα. Και ξέρω πια πολύ καλά τι θέλω. Και δεν θέλω πια τίποτα γιατί ότι θέλω βρίσκεται στην αγκαλιά μου.
-Ελένη: Χαίρομαι βρε αγάπη μου......
-Lou: Ναι το βλέπω...
-Ελένη: Άλλα, να σου πω την άποψη μου.....
-Lou: όχι θ’ άντεχες, μέγαιρα.
-Ελένη: Εγώ στη θέση σου δεν θα ενθουσιαζόμουνα τόσο. Σε ξέρω από το σχολείο και πάντα έτσι έκανες τις πρώτες μέρες που γνώριζες κάποιον. Ενθουσιαζόσουνα, πίστευες και μετά απογοητευόσουνα και πλάνταζες στο κλάμα μέχρι τον επόμενο. Και αυτά στα λέω γιατί είμαι φίλη σου και σ’ αγαπάω. Τι έχω να κερδίσω?
-Lou: Αυτή τη φορά είναι διαφορετικό Ελένη. Σκέψου έναν άντρα φτιαγμένο από αφρολέξ. Με το που τον αγκάλιαζες όλες σου οι ανάγκες, οι πιο κρυφές σου επιθυμίες ποτίζανε πάνω του, γινότανε σκοπός του. Και πριν τον γνωρίσεις να ξέρεις τι πραγματικά θέλεις, να γεμίσεις αυτήν την αγκαλιά με αλήθεια, αγνή ασυνείδητη, εγωιστική αλήθεια. Την δικιά σου αλήθεια.
-Ελένη: Ναί, αγάπη μου, μπράβο που επιτέλους ξέρεις τι θέλεις, αλλά αυτό που θέλεις απλά ΔΕΝ υπάρχει! Δεν υπάρχει άντρας φτιαγμένος για να εξυπηρετεί όλες μα όλες σου τις ανάγκες! Ένα καλό πήδημα συνήθως συνδυάζεται με φρικτά Social skills. Καλός στο κρεβάτι, άλλα κλείδωσε τον στην ντουλάπα όταν βγεις με το γραφείο. Έτσι είναι καλή μου οι σχέσεις. Συμβιβασμός, αλλού χάνεις, αλλού κερδίζεις. Εσύ νομίζεις μ’ αρέσει να με πηδάει ο Μάκης? Υπομονή κάνω η γυναίκα, κάποια στιγμή θα τον πάθει τον προστάτη.....
-Lou: Κάπου το έχω ξανακούσει αυτό
-Ελένη: Αλλά και συ βρε αγάπη μου. Grow Up επιτέλους! Δεν μπορεί να είσαι πια το τσουλάκι του σχολείου. Φτάνει πειραματίστηκες καιρός να βρεις έναν σοβαρό κύριο, τόσους φίλους έχει ο Μάκης, και να γίνεις και συ κυρία. Σταμάτα να περιμένεις τον Πρίγκιπα πάνω στο άλογο. Μέχρι να έρθει θα σού’χε γίνει σουρωτήρι με τόσους μαλάκες που πάς και μπλέκεις.
-Lou: Ελένη? Δεν πάς να παίξεις καμία μπιρίμπα γλυκιά μου, που θα μου πεις για πειραματισμούς και σουρωτήρια? Ή μήπως νομίζεις ότι δεν ξέρω για τις παρτούζες με τους «Κυρίους» φίλους του μπούλη που πάς και να μου τους προξενέψεις. Μόνο αυτό μου έλειπε, να παντρευτώ για να μου πηδάς τον άντρα. Δεν πηδιέσαι ν’ ασπρίσεις κυρία Ελένη μου?
Όλα αυτά τα χρόνια, παρόλο που η χολή της Ελένης έφτανε μέχρι την Τούμπα, η Lou δεν είχε τολμήσει ποτέ να βγάλει τέτοια γλώσσα. Θες η σιγουριά που της προσέφερε ο Prince Charming και έδιωχνε τον φόβο της μοναξιάς, θες το απερίγραπτο θράσος της Ελένης να μιλάει έτσι ενώ ο άντρας της ζωής της βρισκόταν στο διπλανό δωμάτιο, την έκαναν να ξεπεράσει το όριο.
-Ελένη: Lou, δεν σε αναγνωρίζω! Νομίζω ότι η παρουσία μου εδώ πια είναι περιττή. Ανοίγει βιαστικά την πόρτα και πέφτει πάνω στην Χαρούλα που είχε γονατίσει μπροστά στην πόρτα της κουζίνας και κρυφάκουγε. Πάμε Χαρούλα, αυτή η βραδιά έλαβε τέλος.

Η Χαρούλα κοίταξε την Ελένη που όδευε προς την εξώπορτα, έριξε μια ματιά σε μένα, ξανά στην Ελένη που άνοιξε την πόρτα και έτρεξε από πίσω της. Αυτό θα ήταν πια το clue της βραδιάς αν η Χαρούλα αποφάσιζε να μείνει. Ο Prince Charming σηκώθηκε από τον καναπέ, έκανε μια άγαρμπη κίνηση για να μην πατήσει την Nicole που έπαιζε στο πάτωμα με την γάτα και έδωσε μια ζεστή αγκαλιά στη Lou που τόσο το είχε ανάγκη. Ήξεραν και οι δύο ΑΚΡΙΒΩΣ τι είχε ανάγκη, και αυτό έκανε την Lou να νιώσει σιγουριά. Η lou έσκυψε πάνω από το κεφάλι της Nicole που κρατούσε τόσο σφιχτά τον Πισπιρίκο στην αγκαλιά της που σίγουρα οι 4 από τις 7 ζωές του είχαν εκπνεύσει.
Lou: Πώς σου φάνηκε?
Nicole: Είναι αξιαγάπητος!!!!!
Η Lou χαμογέλασε και έστρωσε τον καναπέ για να κοιμίσει την Nicole που μάλλον θα πηδούσε το γάτο σήμερα.

In the meanwhile, 3 km away from the scene, one lady, riding in a cab, is at the verge of a stroke while the other is padding her hair to calm her down, but secretly enjoys it

Ελένη: Άκου εκεί, να μου μιλήσει έτσι το καρακατσουλιό. Σε ποιόν? Σε μένα. Σε μένα που την πήρα από γυφτάκι και της έδωσα κοινωνικό status, της έβαλα ανάμεσα στους Crème de la Crème της πόλης, για να γυρίσει να μου να...ούτε να το πω δεν μπορώ.
Η Χαρούλα την κοιτούσε στα μάτια, καθώς της χάιδευε τα μαλλιά για να ηρεμήσει. Και αυτό το κουλό που ήρθε στο σαλόνι να μας πει να γνωριστούμε πού κολλούσε? Μετά από 15 χρόνια στο σχολείο, σήμερα θα γνωριζόμασταν στο σπίτι της μουρλής? Α, μου φαίνεται ότι αυτή τό’χει χάσει εντελώς! Σταμάτα και συ μωρή να μου χαλάς την coup, με κάτσιασες..........

Οι μήνες περνούσαν και η ζωή της Lou έμοιαζε πραγματικά πριγκηπική. Το σπίτι της ήταν πάντα καθαρό, τα ρούχα της πλυμένα και τακτοποιημένα, η αγκαλιά σε ετοιμότητα όποτε πραγματικά χρειαζόταν, το σεξ απλά θείο, τα λόγια ποτέ περιττά και πάντα εύστοχα, τα αστεία απλά άπαιχτα, η ζωή απίστευτα καλή για νά’ναι αληθινή. Πού και πού την συννέφιαζαν τα μηνύματα στον τηλεφωνητή που άφηνε η Ελένη γιατί ανησυχούσε λέει γι’ αυτήν και ότι θα ήταν καλό να βρεθούνε, άλλα το τρυφερό άγγιγμα του Prince Charming στους ώμους της, την έκανε να ξεχνά τα πάντα. Η σχεδόν τα πάντα. Η Lou εκνευριζόταν όταν δεν έβρισκε τα ρούχα της που είχε συνηθίσει να παρατάει πάνω σε μία καρέκλα και τώρα πια έπρεπε να ψάχνει μέσα στις στοιχισμένες τις ντουλάπες για να βρει το μαύρο της Ζιβάγκο και τα χάδια του Prince Charming, δεν την έκανα λιγότερο εκνευρισμένη. Τρελαινόταν με τα πρωινά. Είχε βάλει 4 κωλοκιλά με τις κραιπάλες και αυτός ο γλυκανάλατος την έχει πήξει στην μαρμελάδα κάθε πρωί. «Δεν πεινάω ρε χριστιανέ μου. Χέστηκα που το πρωινό είναι το πιο σημαντικό γεύμα της ημέρας. Ναι, μην μένεις ξύπνιος το βράδυ, θα αργήσω. Όχι δεν θέλω ούτε ένα στα γρήγορα ούτε ένα στα αργά, έχω πονοκέφαλο σου είπα. Ναι, τον τελευταίο μήνα. Όχι δεν πάω σε γιατρό, είναι από το στρες. Ναι, μου τό’πε ο γιατρός. Και τι μου είπε να κάνω? Να σταματήσεις να μου πρήζεις τα αρχίδια όλα μέρα και θα μου περάσει». Η εξώπορτα βροντούσε όλο και πιο δυνατά, και τα βράδια η Lou αργούσε όλο και πιο πολύ, πολλές φορές δεν ερχόταν και καθόλου. Σιγά-σιγά άρχισαν να κάνουν την εμφάνιση τους στο σπίτι και άλλοι άντρες. Η Lou συνήθως τους σύστηνε μα κανένας τους ποτέ δεν του έδινε σημασία πριν χαθούν στην κρεβατοκάμαρα με την Lou. Στις μεγάλες βόλτες του όταν η Lou είχε παρέα σκεφτόταν τι μπορεί να πήγαινε στραβά, τι κάνει λάθος, πώς μπορούσε να κάνει τα πράγματα καλύτερα. Κατά περιόδους η Lou ξαναγυρνούσε στην αγκαλιά του, όλα γινόντουσαν όπως παλιά. Αλλά μετά κάτι έκανε πάλι που την εκνεύριζε και έμενε πάλι μόνος να κόβει βόλτες στην παραλία. Πολλές φορές προσπάθησε να μιλήσει σε κάποιες γυναίκες που καθόντουσαν δίπλα του στα παγκάκια. Όχι δεν ήθελε να εκδικηθεί την Lou, να την κάνει να ζηλέψει. Απλά ένιωθε τραγικά μόνος και αυτό τον έκανε να κλαίει. Πάντα όμως όλοι τον αγνοούσαν, και αυτό τον έκανε να κλαίει περισσότερο, τόσο που δεν είχε πια δάκρυα παρά μόνο ένα τεράστιο κενό μέσα του.
Είχαν περάσει 3 βράδια και η Lou δεν είχε κάνει την εμφάνιση της. Τον τελευταίο καιρό είχε αρχίσει πάλι να λείπει κάποια βράδια, άλλα ποτέ της δεν είχε λείψει για πάνω από ένα. Τουλάχιστο να τον έπαιρνε ένα τηλέφωνο, να μην ανησυχεί. Η Lou όμως ήταν άφαντη. Το κενό του είχε καταλάβει όλο το ζωτικό χώρο, του μέσα του. Να μπορούσε μόνο να κλάψει! Ένα δάκρυ, ένα για κάθε φορά που έχανε την αγαπημένη του, και αυτή γυρνούσε ξανά στην αγκαλιά του μέχρι να τον αφήσει πάλι για κάθε Πλούτωνα που της πουλούσε έρωτα, ως άλλη Περσεφόνη. Αλλά αυτή την φορά έπρεπε να χαράξει ένα δάκρυ λίγο πάνω από το μάγουλο του γιατί η αγαπημένη του δεν θα γυρνούσε ποτέ πίσω.
Ο Κύριος Μηχαλίδης είχε να κοιμηθεί 2 μέρες όταν τον πήρανε για μια επείγουσα παραγγελία. Το εμπόρευμα έπρεπε να είναι στην Ηγουμενίτσα μέχρι το βράδυ. Σίγουρα δεν ήταν πια τόσο νέος όσο παλιά για να βγάζει ακούραστα 3 και 4 δρομολόγια σε ισάριθμες μέρες, άλλα η τράπεζα πίεζε. Έπρεπε να πληρωθεί το καταραμένο δάνειο αλλιώς για όλα όσα δούλευε θα πηγαίνανε στράφι. «Και τι όμορφα που ήταν στο χωριό του! Να και η πλατεία. Γεια σου Μπαρμπα Μήτσο. Να κόψω και ένα πορτοκαλάκι από τον κήπο του Καπετάν Μιχαλιό? Ώπ, μου έπεσε! Πω πώ, μα τί θόρυβο κάνει όταν πέφτει κάτω? Τί δουλεία έχει αυτό το αυτοκίνητο κάτω από τις ρόδες της νταλίκας μου? Ναι κύριε Policeman, δεν θυμάμαι τίποτα. Η κοπέλα που οδηγούσε πώς είναι?

Ο Prince Charming κοίταξε τα αυτοκίνητα κάτω από το παράθυρο του. Ένας κύριος μ’ένα μεγάλο αμάξι προσπαθούσε να παρκάρει. Τελικά τα κατάφερε, αφήνοντας πίσω του μερικές γρατσουνιές στον μπροστινό. Δεν άργησε πολύ. Μετά από 10 λεπτά μπήκε ξανά στο αμάξι του και φεύγοντας άφησε πίσω του ένα τεράστιο κενό. Βλέποντας αυτή την εικόνα ο Prince Charming παραλίγο να βάλει τα κλάματα. Τον τελευταίο καιρό, είχε γίνει τόσο ασταθής συναισθηματικά που ακόμη και οι καθημερινές ανούσιες εικόνες του προκαλούσαν μελαγχολία. Ήθελε να κλάψει, να διώξει αυτό το κενό που τον στοιχειώνει μακριά, να το ξεπλύνει μ’ ένα κλάμα, άλλα είχε ξεχάσει πια πως γίνεται και αυτό. Έμπηξε τα νύχια του στην κοιλιά του. Έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα. Ένιωσε κάτι αλμυρό στα χείλη του. «Κλαίω?» σκέφτηκε. Δεν είχε ιδέα γιατί έκλαιγε. Για όσα δεν μπόρεσε να δώσει στη Lou, γιατί δεν κατάφερε να είναι αρκετός γι ‘αυτήν, γιατί αν ήταν αρκετά καλός η Lou θα ήταν μαζί του εκείνο το βράδυ, και τώρα όλα θα ήταν όπως παλιά και τα χέρια του γέμιζαν δάκρυα καθώς έκρυβε το πρόσωπο του γιατί ντρεπόταν τον εαυτό του για το πόσο λίγος ήταν. Δεν ήθελε να σταματήσει να κλαίει ούτε λεπτό. Και απλά συνέχισε. Και κάνοντας έξωση στα δάκρυα του και ξορκίζοντας τα φαντάσματα του όλο και πιο πολύ καταλάβαινε το τι είναι αυτό που έψαχνε. Και όταν το τελευταίο του δάκρυ έπεσε στο πάτωμα, σταμάτησε να κλαίει. Όχι ότι δεν μπορούσε άλλο. Απλά, ήξερε πια, τι ΑΚΡΙΒΩΣ ήθελε. Το πρόσωπο της, το ύφος της, η συμπεριφορά της, το χιούμορ της, το ντύσιμο της όλα μα όλα προέκταση της δικής του ανάγκης. Τελείως εγωιστικά, αλλά εντελώς ξεκάθαρα. Αυτό ΑΚΡΙΒΩΣ και τίποτα λιγότερο.
Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε την Lou στα μάτια. Δεν φαινόταν καθόλου ευτυχισμένη. Ήταν όλα όσα μισούσε, όλα όσα είχε βαρεθεί στη ζωή της, η απάντηση σε κάθε ανδρική επιθυμία, πλαστελίνη στα χέρια του κάθε μαλάκα για να τον κάνει ευτυχισμένο χωρίς να βλέπει τι πραγματικά θέλει εκείνη για τον εαυτό της. Ο Prince Charming χαμογέλασε και έπιασε το χέρι της Lou. Την πήρε αγκαλιά και κάτι της ψιθύρισε στο αυτί. Εκείνη κούνησε το κεφάλι. Συμφωνούσε. Δεν θα ήταν ποτέ πια μόνη.