ΔΙΑΘΕΣΕΙΣ

Τρίτη, Ιουνίου 23, 2009

HEARTLESS

Άνοιξε τα μάτια του αργά καθώς τα βλέφαρα του τρεμόπαιζαν σπασμωδικά. Οι πρώτες εικόνες ήταν αρκετά θολές. Λίγο πιο θολές απ’ ότι όταν προσπαθεί να τις φέρει σήμερα στο μυαλό του. Η καθησυχαστική φωνή του γιατρού, ότι όλα πήγαν καλά, του δημιουργούσε ακόμη μεγαλύτερο ενθουσιασμό να δει τα χρώματα για πρώτη φορά. Το ζεστό της χέρι τον έκανε να νοιώσει σιγουριά. Ήταν όπως το πρώτο βράδυ που πέρασαν μαζί. Εκείνος την κοιτούσε με απορία να κάνει την κουζίνα άνω-κάτω στις 3 η ώρα το πρωί για να βρει μια μεγάλη κατσαρόλα και 2 πατάτες. Εκείνη τον διαβεβαίωνε πως μόλις καταφέρει να ξετρυπώσει όλα τα συστατικά που χρειάζεται, θα του έφτιαχνε το πιο όμορφο ουράνιο τόξο που είχε ποτέ φανταστεί, αρκεί βέβαια να κατάφερνε να βρει το καταραμένο κατσαρόλι. Εκείνος είχε ακούσει χίλιες φορές και άλλες τόσες για τα χρώματα, άλλα η κατάσταση του, δεν του είχε επιτρέψει ως τώρα να τα αφήσει να καθρεπτιστούν στα μάτια του. Έτσι παρέμενε να την κοιτάει να βράζει νερό στο κατσαρόλι, που τελικά είχε κρυφτεί στο πίσω-πίσω μέρος του ντουλαπιού, να βράζει την μία πατάτα, την άλλη να την κόβει στα δυο και να ξεφλουδίζει το δεύτερο μισό. Εκείνη, χασκογελούσε προειδοποιώντας τον ότι τώρα που θα δει το πρώτο του ουράνιο τόξο να ξεκινά από την αριστερή του παλάμη και να καταλήγει κάπου στον τοίχο της κουζίνας, να μην παρασυρθεί και αρχίζει να σκάβει πίσω από τα πλακάκια της κουζίνας γιατί θα χτυπήσει καμιά σωλήνα και ποιος ακούει την σπιτονοικοκυρά της. Εκείνος δεν καταλάβαινε ακριβώς τι εννοούσε και την κοιτούσε σαστισμένος. Και τότε εκείνη του χάιδευε το κεφάλι όπως κάνουν σε ένα μικρό παιδί γεμάτο απορίες λίγο πριν του απαντήσουν και του εξηγούσε ότι στο τέλος του ουράνιου τόξου κρύβουν τα ξωτικά όλο το χρυσάφι του κόσμου, αλλά στη δικιά τους περίπτωση δεν υπήρχε τέτοια πιθανότητα γιατί το τελευταίο ξωτικό που είχε τρυπώσει στ σπίτι της, είχε αρκεστεί στο να πάρει την τηλεόραση, την συλλογή της από τενεκεδένια κουτάκια σούπας και τους αγαπημένους της δίσκους εκτός από εκείνον των Tindersticks γιατί του προκαλούσε νύστα. Είχε ξεχάσει όμως όλες τις υποσχέσεις για αγάπη, το για πάντα, διάσπαρτες μέσα στο σπίτι, οπότε δεν χρειαζόταν να σκάψουν. Εκείνος συνέχισε να μην καταλαβαίνει. Και σίγουρα θα ετοιμαζόταν να την ρωτήσει κάτι, όπως τις τελευταίες, γεμάτες απορία, 3 μέρες που γνωριστήκανε, όταν το ασανσέρ σταμάτησε κάπου πολύ κοντά στο δεύτερο όροφο άλλα όχι αρκετά για να μην κρεμαστεί ο ένας από την ανάσα του άλλου για 50 ολόκληρα λεπτά, αν δεν έβαζε μια ζεματιστή πατάτα βγαλμένη μόλις από την κατσαρόλα, στην αριστερή του παλάμη, και τον έκανε να τιναχτεί στον αέρα.

- Αυτό είναι το κόκκινο, του είπε. Το πάθος, ο έρωτας, το κάψιμο, ο πόνος της απώλειας, ο χωρισμός.

- Μα αυτό πονάει, παραπονέθηκε.

- Καμιά φορά, του είπε και του έκλεισε το μάτι.

Πριν προλάβει να σκεφτεί την απάντηση της, εκείνη του είχε αρπάξει το κοκκινισμένο του χέρι, και το έβαλε κάτω από τη βρύση που έτρεχε παγωμένο νερό.

-Αυτό είναι το μπλε, του είπε. Η ανακούφιση, το γαλάζιο της θάλασσας, η γαλήνη, το άπειρο, η εμπιστοσύνη

- Αυτό το προτιμώ.

- Και γώ, μόνο που μπορείς να χαθείς εύκολα μέσα του, το νου σου.

Έβαλε την ωμή καθαρισμένη πατάτα στο δεξί του χέρι και την άλλη με την φλούδα στο αριστερό.

- Αυτό είναι το πράσινο, του είπε καθώς έσφιγγε το χέρι του, και αυτός με τη σειρά του το κομμάτι με την φλούδα. «Νοιώθεις την φλούδα που σε γρατζουνάει? Είναι η ζήλια των ανθρώπων, η φιλοδοξία, το Εγώ, η έλλειψη εμπιστοσύνης, η φύση, η φύση μας, φύση των γύρω μας. Πίεσε το. Το ξέρω ότι είναι σκληρό, αλλά δεν μπορεί να σε βλάψει. Αν το αφήσεις πολύ ώρα θα γίνει το κίτρινο». Απομάκρυνε από το χέρι του την ντυμένη πατάτα και το ακούμπησε στο άλλο φτιάχνοντας μια φωλιά από δάχτυλα πάνω από την καθαρισμένη.

- Γλιστράει, της είπε καθώς τα χέρια της έδιναν μια ώθηση στα δικά του να επαναλάβουν μια κυκλική κίνηση.

- Είναι το κίτρινο, του είπε. Η αυτογνωσία, αλλά κυρίως η δύναμη. Βλέπεις πόσο γλιστράει? Πρέπει να είσαι προσεκτικός μαζί της, κράτα ισορροπίες, μην μάθεις ούτε πολλά για τον εαυτό σου, ούτε όμως να τον αγνοείς.

Την κοίταξε στα μάτια και τις φίλησε το κάτω χείλος, όπως ακριβώς είχε δει στις ταινίες. Εκείνη έκλεισε τα μάτια και του ψιθύρισε « Και αυτό Κύριε μου είναι το ίδιο και σε ασπρόμαυρο». Έμειναν αγκαλιασμένοι στο πάτωμα να κοιτάν το ουράνιο τόξο που ξεκινούσε από τα χέρια του και κρεμόταν μέχρι το ταβάνι, ώσπου χάθηκε πίσω από το ντουλάπι της κουζίνας. Το άλλο πρωί θα έμπαινε για την εγχείρηση.

Το χέρι του είχε αρχίσει να ιδρώνει μέσα στο δικό της και το γεγονός ότι έτσι θα μπορούσε να γλιστρήσει το ένα μακριά από το άλλο τον έκανε να το κρατάει όσο πιο σφιχτά μπορούσε. Προσπάθησε να σηκωθεί αλλά το χέρι της τον καθησύχασε σπρώχνοντας τον ελαφριά από το στήθος προς τα πίσω.

- Άνοιξε τα μάτια σου καλά, τον προέτρεψε ο Γιατρός, αφού του ξεκόλλησε προσεκτικά τις γάζες πρώτα από το δεξί του μάτι και έπειτα από το αριστερό. Αυτός υπάκουσε.

- Το να αντικρίζεις τα χρώματα πρώτη φορά είναι πράγματι σπουδαίο, της είπε. Το να το κάνεις όμως καθώς κρατάω το χέρι σου ξεπερνάει την ίδια την σπουδαιότητα των χρωμάτων, της ψιθύρισε και άνοιξε τα μάτια του όσο πιο πολύ του επέτρεπε η δομή του προσώπου του.

Πότε ως τώρα δεν πίστευε ότι το μαύρο θα μπορούσε να κρύβει τόση ομορφιά. Τόσα χρόνια, που η ζωή του ήταν ασπρόμαυρη , η έννοια των πραγμάτων κατοικούσε σε ασπρόμαυρες κουκίδες σβήνοντας σταδιακά την σπουδαιότητα τους. Ένα μαύρο λουλούδι δεν διέφερε σε τίποτα από ένα άλλο μαύρο λουλούδι και σιγά-σιγά άρχισε να μην διαφέρει ούτε από ένα μαύρο λιβάδι, ακόμη περισσότερο από μια μαύρη θάλασσα, μέχρι που το μαύρο και το άσπρο αποτελούσαν απλά τον τρόπο να ξεχωρίζει την νύχτα από την ημέρα, χωρίς τα πράγματα που τις γεμίζουν να έχουν κάποιο λόγω.

- Θέλω να δω τη Θάλασσα, της είπε καθώς του έσπρωχνε ελαφριά το κεφάλι, για να τον βάλει να κάτσει στην θέση του συνοδηγού.

Η παραλία ήταν άδεια. Έσκυψε και έπιασε δύο χούφτες άμμο. Τις άφησε να κυλήσουν στον αέρα καθώς τις χάζευε να λαμπυρίζουν κόκκο-κόκκο. Έπειτα πλησίασε το νερό και χωρίς να σκεφτεί μπήκε μέχρι το γόνατο. Τέντωσε τις παλάμες του και χάιδεψε την επιφάνεια του νερού. Ήθελε να κλείσει τα μάτια του, αλλά από την ώρα που έβγαλε τις γάζες, ακόμη και το φυσικό ανοιγόκλεισμα των βλέφαρών του έμοιαζε με μικρό θάνατο. ΜΑ ΉΤΑΝ ΤΟΣΟ ΜΠΛΕ!

Το αγαπημένο του χρώμα είχε γίνει το κόκκινο. Ειδικά μετά από έναν μεγάλο καυγά, που άρχιζε να ξεβάφει γινόταν πάντα το αγαπημένο χρώμα της ημέρας του. Όλα βέβαια του άρεζαν, αλλά αυτό πιο πολύ απ’ όλα.

Το δωμάτιο της ήταν άνω κάτω. Η κουζίνα γεμάτη χαρτιά από μπαγιάτικες εφημερίδες και χρησιμοποιημένες κούπες καφέ. Στο μπάνιο μια πράσινη οδοντόβουρτσα. Ήταν το τελευταίο χρώμα που μοιράστηκε μαζί της. Άνοιξε το ψυγείο και έβγαλε ένα μεγάλο γυάλινο βάζο. Το σήκωσε ψηλά και άφησε το φως από το παράθυρο της κουζίνας να περάσει ανάμεσα από την άνω βαλβίδα έως την κάτω κοιλία. Δεν ένοιωθε λύπη, δεν μετάνιωσε για κάτι, ούτε καν ένα ψεγάδι θυμού. Βασικά δεν ένοιωθε τίποτα. Άλλωστε η κατάσταση της δεν τις επέτρεπε να νοιώσει οτιδήποτε. Είχε διαβάσει για όλα τα συναισθήματα και μάλιστα είχε καταφέρει να συμπεριφέρεται ως κατακλυσμένη από μεγάλου μέρους αυτών. Με μια καρδιά όμως κλεισμένη σ’ ένα βάζο, όσο πειστική και αν ήταν στο τέλος κατάφερνε να τους τρομάξει όλους μακριά. Ίσως ήταν παραπάνω πειστική από όσο χρειαζόταν.

Έβαλε το βάζο πίσω στη θέση του και σαν να ακολουθούσε μια χιλιό-παιγμένη τελετουργία, έβγαλε πάνω στο τραπέζι όλους της τους μαρκαδόρους, και αφού αφαίρεσε όλα τα καπάκια και τράβηξε μια χοντρή γραμμή με τον καθένα από αυτούς πάνω στο μπράτσο της, άρχισε να μουρμουρίζει ένα μοτίβο που είχε επαναλάβει τουλάχιστο 3.000 φορές στο παρελθών.

- Αυτό είναι το κόκκινο, το πάθος…….το πράσινο, η ζήλια…..το κίτρινο………

2 Comments:

Δημοσίευση σχολίου

<< Home